Ο Ραντ δεν προσπάθησε καν να την πάρει αγκαλιά. Ένευσε, σαν να καταλάβαινε, και πήρε τα γάντια του από το τραπεζάκι, δίπλα στην πόρτα. «Θα επιστρέψω το γρηγορότερο, Μιν. Κατόπιν, θα πάμε στην Κάντσουεϊν». Αυτές οι χρυσαφιές φλέβες συνέχισαν να λάμπουν ακόμα κι όταν βγήκε από το δωμάτιο, ακολουθούμενος από τον Λαν.
Η Νυνάβε σταμάτησε, κρατώντας την πόρτα ανοικτή. «Θα τους προσέχω και τους δύο, Μιν. Αλίβια, μείνε, σε παρακαλώ, κοντά της και φρόντισε να μην κάνει καμιά βλακεία». Η έκφραση της ήταν ψυχρή, γεμάτη από την αξιοπρέπεια και την αυτοπειθαρχία μιας Άες Σεντάι. Μέχρι που το βλέμμα της έπεσε στον διάδρομο. «Που να πάρει και να σηκώσει!» έκρωξε. «Φεύγουν!» Άρχισε να τρέχει, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη.
Η Αλίβια την έκλεισε. «Θες να παίξουμε κανένα παιχνίδι να περάσει η ώρα, Μιν;» Διέσχισε το κιλίμι, κάθισε σε ένα σκαμνάκι μπροστά στο τζάκι κι έβγαλε ένα κομμάτι σχοινί από το δισάκι που είχε περασμένο στη ζώνη της. «Παιχνίδι με σπάγκο;»
«Όχι, ευχαριστώ, Αλίβια», είπε η Μιν, κουνώντας σχεδόν το κεφάλι της με τον ενθουσιασμό που διέκρινε στη φωνή της γυναίκας. Μπορεί ο Ραντ να ήταν ικανοποιημένος με όσα έκανε η Αλίβια, αλλά η Μιν ήταν αποφασισμένη να τη γνωρίσει καλύτερα, κι όσα είχε ανακαλύψει ήταν απίστευτα. Επιφανειακά, η πρώην νταμέην ήταν μια ώριμη, μεσήλικη γυναίκα, αυστηρή, άγρια, ακόμα και πειθαναγκαστική. Αν μη τι άλλο, είχε κατορθώσει να τρομοκρατήσει τη Νυνάβε, η οποία σπανίως έλεγε «παρακαλώ» σε οποιονδήποτε πλην της Αλίβια. Ωστόσο, είχε γίνει νταμέην στα δεκατέσσερά της, κι η αγάπη της για τα παιχνίδια δεν ήταν η μόνη παραξενιά επάνω της.
Η Μιν ευχήθηκε να υπήρχε ρολόι στο δωμάτιο, αν και το μόνο πανδοχείο στο οποίο μπορούσε να φανταστεί ρολόι σε κάθε δωμάτιο, θα ανήκε σίγουρα σε βασίλισσες και βασιλιάδες. Βαδίζοντας πέρα-δώθε υπό το άγρυπνο βλέμμα της Αλίβια, μετρούσε τα δευτερόλεπτα μέσα στο μυαλό της, προσπαθώντας να υπολογίσει πόσο θα έπαιρνε στον Ραντ και στους άλλους να βγουν εκτός οπτικής εμβέλειας του πανδοχείου. Όταν αποφάσισε πως είχε περάσει αρκετή ώρα, πήρε τον μανδύα της από την ντουλάπα.
Η Αλίβια έκανε να την εμποδίσει, με τις γροθιές της ακουμπισμένες στους γοφούς, κι αυτή τη φορά δεν υπήρχε τίποτα παιδιάστικο στην έκφρασή της. «Δεν πρόκειται να τους ακολουθήσεις», είπε με σταθερή, μακρόσυρτη φωνή. «Θα δημιουργηθεί πρόβλημα, και δεν μπορώ να επιτρέψω κάτι τέτοιο». Τα γαλάζια της μάτια και τα χρυσαφιά μαλλιά φάνταζαν κάπως παράταιρα, αλλά θύμιζε στη Μιν τη Θεία Ράνα, η οποία πάντα ήξερε πότε είχες κάνει λάθος κινήσεις, και φρόντιζε να μην τις επαναλάβεις.
«Θυμάσαι τις συζητήσεις που κάναμε σχετικά με τους άντρες, Αλίβια;» Η γυναίκα αναψοκοκκίνισε κι η Μιν πρόσθεσε βιαστικά: «Εννοώ τότε, που συμφωνήσαμε ότι δεν βάζουν πάντα το μυαλό τους να δουλέψει». Συχνά άκουγε γυναίκες να σαρκάζουν κάποια άλλη, επειδή δεν ήξερε τίποτα για τους άντρες, αλλά προσωπικά δεν είχε συναντήσει καμία, εκτός από την Αλίβια. Πράγματι, αυτή η γυναίκα δεν γνώριζε το παραμικρό! «Ο Ραντ θα αντιμετωπίσει μεγαλύτερο πρόβλημα δίχως εμένα. Προτίθεμαι να βρω την Κάντσουεϊν, κι αν προσπαθήσεις να με σταματήσεις...» Ύψωσε τη σφιγμένη γροθιά της.
Για λίγη ώρα, η Αλίβια την κοιτούσε συνοφρυωμένη. Τελικά, είπε: «Περίμενε να πάρω τον μανδύα μου κι έρχομαι μαζί σου».
Στην Οδό Γαλάζιου Κυπρίνου δεν υπήρχαν πουθενά ούτε ατομικά φορεία ούτε υπηρέτες με λιβρέες, οι δε άμαξες έτσι κι αλλιώς δεν χωρούσαν στο στενό και φιδογυριστό μονοπάτι. Πέτρινα μαγαζάκια με πλακόστρωτες οροφές και σπίτια, διώροφα τα περισσότερα, ήταν αραδιασμένα στο δρομάκι, κάποια κολλητά το ένα με το άλλο και κάποια άλλα χωρισμένα από ένα μικρό σοκάκι. Το λιθόστρωτο εξακολουθούσε να είναι γλιστερό από τη βροχή κι ο κρύος αέρας πάσχιζε να παρασύρει τον μανδύα του Ραντ, ο κόσμος ωστόσο είχε ξαναβγεί με ζωηράδα στους δρόμους. Τρεις Φρουροί του Δρόμου, εκ των οποίων ο ένας στήριζε στον ώμο του ένα ρόπαλο, σταμάτησαν για να ρίξουν μια ματιά στο ξίφος του Ραντ και μετά συνέχισαν την πορεία τους. Όχι πολύ μακρύτερα, στην απέναντι μεριά του δρόμου, το κτήριο που στέγαζε το υποδηματοποιείο του Ζέραμ υψωνόταν σε τρεις ορόφους, χωρίς να υπολογίσουμε τη σοφίτα κάτω από τη μυτερή στέγη.
Ένας κοκαλιάρης τύπος με πολύ μικρό σαγόνι έριξε στο πουγκί του το νόμισμα που του πρόσφερε ο Ραντ και χρησιμοποίησε μια λεπτή λωρίδα από ξύλο για να ανασηκώσει ένα κομμάτι κρεατόπιτας με καφετιά κρούστα από την καρβουνιασμένη σχάρα που είχε πάνω στη χειράμαξά του. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ρυτίδες, το μαύρο του πανωφόρι κουρελιασμένο, και τα μακριά γκρίζα μαλλιά του δεμένα με μια πέτσινη λωρίδα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο ξίφος του Ραντ κι αμέσως κοίταξε αλλού. «Τι σε νοιάζει ο υποδηματοποιός; Εδώ έχω το καλύτερο αρνάκι». Ένα μειδίαμα που αποκάλυψε όλα του τα δόντια έκανε το σαγόνι του σχεδόν ανύπαρκτο, και το βλέμμα του άρχισε ξαφνικά να πετάγεται τριγύρω. «Ούτε η ίδια η Πρώτη Σύμβουλος δεν τρώει τέτοιο κρέας».