«Ιδέα δεν έχω, Τοβέιν. Δεν είναι κανένα παλιοτόμαρο, όχι περισσότερο από τους υπόλοιπους άντρες, τουλάχιστον. Ίσως να είναι απλή η εξήγηση». Η Γκαμπρέλ ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο με τραγανιστά ρολά κι άλλο ένα με άσπρο τυρί. «Μπορεί, επίσης, ο δεσμός αυτός να είναι σαν τον δεσμό των Προμάχων με κάποιον τρόπο που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Ίσως να μην ήθελε να παραστεί ως μάρτυρας στην εκτέλεση και των δυο μας». Το στομάχι της Τοβέιν γουργούριζε, αλλά πήρε ένα ρολό σαν να ήθελε να δαγκώσει μια μπουκίτσα μονάχα.
«Υποπτεύομαι πως η λέξη "σκληρά" δεν είναι η καταλληλότερη», συνέχισε η Γκαμπρέλ, ρίχνοντας μια κουταλιά τσάι στην τσαγιέρα. «Σε είδα να μαζεύεσαι. Φυσικά, μπήκαν σε μεγάλες φασαρίες για να μας φέρουν μέχρι εδώ. Πενήντα μία αδελφές μέσα στα πόδια τους κι, ακόμα κι αν ισχύει ο δεσμός, θα πρέπει να φοβούνται πως θα βρούμε κάποιον τρόπο να παρακάμψουμε τις διαταγές, κάποιο παραθυράκι που θα τους ξέφυγε. Η προφανής απάντηση πάντως είναι πως, αν εμείς πεθάνουμε, ο Πύργος θα εξοργιστεί. Παραμένοντας ζωντανές κι αιχμάλωτες, ακόμα κι η Ελάιντα θα αναγκαστεί να κάνει πολύ προσεκτικές κινήσεις». Γέλασε σιγανά, σαν να το διασκέδαζε. «Το πρόσωπό σου, Τοβέιν. Τι νομίζεις, πως όλη την ώρα σκεφτόμουν πώς θα ανακατέψω με τα δάχτυλά μου τα μαλλιά του Λογκαίν;»
Η Τοβέιν έκλεισε το στόμα της κι άφησε κάτω το ανέγγιχτο ρολό. Ούτως ή άλλως, είχε κρυώσει κι ήταν σκληρό. Ήταν πολύ συχνό το λάθος να συμπεράνει κανείς πως οι Καφετιές αδιαφορούσαν για τα εγκόσμια, πως ήταν απορροφημένες μονάχα στα βιβλία και στις μελέτες τους, χωρίς να δίνουν σημασία πουθενά αλλού. «Τι άλλο είδες;»
Κρατώντας ακόμα το κουτάλι, η Γκαμπρέλ κάθισε στην απέναντι μεριά του τραπεζιού κι έγειρε μπροστά. «Μπορεί αυτό το τείχος να αποδειχτεί ισχυρό όταν τελειώσει, αλλά το μέρος τούτο είναι γεμάτο ρωγμές. Υπάρχει η κλίκα του Μάζριμ Τάιμ κι η κλίκα του Λογκαίν, αν και δεν είμαι διόλου σίγουρη κατά πόσον υπολογίζει η μία την άλλη. Ίσως να υπάρχουν κι άλλες κλίκες, και σίγουρα υπάρχουν άντρες που δεν έχουν ιδέα για αυτές. Πενήντα μία αδελφές θα μπορούσαν κάλλιστα να βγάλουν κάτι από αυτό, ακόμα κι αν ισχύει ο δεσμός. Η δεύτερη ερώτηση είναι, τι θα βγάλουμε εμείς;»
«Η δεύτερη ερώτηση;» ρώτησε απαιτητικά η Τοβέιν, αλλά η άλλη γυναίκα απλώς περίμενε. «Αν καταφέρουμε να σπάσουμε αυτές τις ρωγμές», είπε τελικά, «θα σκορπίσουμε δέκα, πενήντα ή εκατό ομάδες ανά τον κόσμο, καθεμία εκ των οποίων θα είναι πιο επικίνδυνη από έναν ολόκληρο στρατό. Αν επιχειρήσουν να τις πιάσουν όλες, θα τους πάρει μια ζωή, χώρια που ο κόσμος θα διαλυθεί σαν από ένα νέο Τσάκισμα, και μάλιστα με την αναμενόμενη έλευση της Τάρμον Γκάι’ντον. Δηλαδή, αν αυτός ο τύπος, ο αλ’Θόρ, είναι πράγματι ο Αναγεννημένος Δράκοντας». Η Γκαμπρέλ άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά η Τοβέιν την απέτρεψε με μια κίνηση του χεριού της. Το πιθανότερο ήταν πως θα της έλεγε ότι ο αλ’Θόρ ήταν πράγματι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Δεν είχε και πολλή σημασία, εδώ και τώρα τουλάχιστον. «Αν, όμως, δεν... Μπορεί να καταπνίξουμε την επανάσταση, να συγκεντρώσουμε πίσω στον Πύργο όλες αυτές τις αδελφές, να ανακαλέσουμε κάθε αποσυρμένη αδελφή, και πάλι δεν είμαι σίγουρη αν όλες ενωμένες μπορούμε να καταστρέψουμε αυτό το μέρος. Μου φαίνεται πως, όπως και να έχει, το μισό προσωπικό του Πύργου θα πεθάνει στην προσπάθεια. Ποια είναι η πρώτη ερώτηση;»
Η Γκαμπρέλ ακούμπησε πίσω, στο κάθισμά της, και στο πρόσωπό της φάνηκε ξαφνικά η εξάντληση. «Ναι, δεν πρόκειται για εύκολη απόφαση. Και κάθε μέρα φέρνουν περισσότερους άντρες. Νομίζω πως, από τότε που ήρθαμε εδώ, έχουν φέρει δεκαπέντε ή είκοσι ακόμα».
«Δεν θα ασχοληθώ με ασημαντότητες, Γκαμπρέλ! Ποια είναι η πρώτη ερώτηση;» Το βλέμμα της Καφετιάς έγινε οξύ, και την κοίταξε για μια παρατεταμένη στιγμή.
«Σύντομα, η πρώτη έκπληξη θα περάσει», είπε τελικά. «Και μετά; Η εξουσία που σου έδωσε η Ελάιντα παίρνει τέλος, το ίδιο κι η αποστολή. Η πρώτη ερώτηση είναι, είμαστε ενωμένες εμείς οι πενήντα μία αδελφές ή επιστρέφουμε στα παλιά, στον διαχωρισμό δηλαδή σε Καφετιές και Κόκκινες, Κίτρινες, Πράσινες και Γκρίζες; Κι η φουκαριάρα η Αγιάκο θα το έχει μετανιώσει, που οι Λευκές επέμεναν να συμπεριληφθεί ανάμεσά μας μια δική τους αδελφή. Η Λεμάι κι η Ντεσάντρε είναι οι πιο υψηλόβαθμες μεταξύ μας». Η Γκαμπρέλ κούνησε το κουτάλι της, σαν να την επέπληττε. «Η μόνη λύση για να μείνουμε ενωμένες είναι εγώ κι εσύ να υποταχτούμε δημοσίως στην εξουσία της Ντεσάντρε. Κι αυτό πρέπει να κάνουμε! Είναι μια αρχή, αν μη τι άλλο. Ελπίζω, δηλαδή. Ναι, θα είναι μια αρχή, αν καταφέρουμε και φέρουμε μερικές ακόμα».