Выбрать главу

Με το μανίκι του πανωφοριού του καθάρισε ένα σημείο του τζαμιού από την πάχνη. Το χοντρό σκούρο γκρίζο μάλλινο, καλό για κάποιον με ελάχιστα χρήματα και λίγο τσαγανό, σίγουρα δεν ήταν το ρούχο που θα περίμενε κάποιος να φοράει ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Η κεφαλή του Δράκοντα με τη χρυσαφένια χαίτη, στο πάνω μέρος του χεριού του, έλαμπε με μια μεταλλική χροιά· στο σημείο εκείνο ήταν ακίνδυνη. Η μπότα του άγγιξε το δερμάτινο δισάκι, τοποθετημένο κάτω από το παράθυρο, καθώς έσκυψε να κοιτάξει έξω.

Στην αυλή του στάβλου, το λιθόστρωτο δάπεδο είχε καθαριστεί από το χιόνι και μια μεγάλη άμαξα στεκόταν ακίνητη, περικυκλωμένη από κουβάδες, που ξεφύτρωναν γύρω της σαν μανιτάρια σε ξέφωτο. Μισή ντουζίνα άντρες με βαριά πανωφόρια, κασκόλ και κασκέτα έμοιαζαν να ασχολούνται με το παράξενο φορτίο της άμαξας, διάφορες μηχανικές συσκευές μαζεμένες γύρω από έναν παχύ, μεταλλικό κύλινδρο, που καταλάμβανε περισσότερο από τον μισό πάτο της άμαξας. Κι ακόμα πιο περίεργο, οι άξονες του οχήματος έλειπαν. Ένας από τους άντρες κουβαλούσε κομμένα καυσόξυλα από ένα μεγάλο καροτσάκι στα πλάγια ενός μεταλλικού κουτιού, τοποθετημένου κάτω από τη μια άκρη του μεγάλου κυλίνδρου. Η ανοικτή πόρτα του κουτιού έλαμπε κόκκινη από την εσωτερική φωτιά, ενώ καπνός ανέβαινε από μια ψηλή, στενή καμινάδα. Ένας άλλος τύπος χόρευε γύρω από την άμαξα, μουσάτος, ασκεπής και καραφλός, κάνοντας νοήματα και, προφανώς, δίνοντας διαταγές, οι οποίες όμως δεν φαίνονταν να επιδρούν στους υπόλοιπους για να κάνουν πιο γρήγορα. Οι ανάσες τους σχημάτιζαν αχνούς λευκούς θυσάνους. Στο εσωτερικό ήταν σχεδόν ζεστά. Η Ακαδημία είχε στη διάθεσή της μεγάλους φούρνους στα κελάρια κι ένα ευρύ σύστημα αεραγωγών. Οι μισόκλειστες αλλά ανίατες πληγές στα πλευρά του έκαιγαν.

Δεν ξεχώριζε τις βρισιές της Μιν —μολονότι ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για βρισιές— αλλά ο τόνος της φωνής της ήταν τέτοιος, που του καθιστούσε ξεκάθαρο πως δεν θα έφευγαν, εκτός κι αν την έσερνε με το ζόρι. Πάντως, υπήρχαν ακόμα ένα ή δύο σημεία που του προκαλούσαν απορίες. «Τι λέει ο κόσμος; Σχετικά με το Παλάτι, εννοώ».

«Αυτό που θα περίμενες», αποκρίθηκε ο Άρχοντας Ντομπραίν, πίσω του, ήρεμα κι υπομονετικά, ακριβώς όπως απαντούσε σε κάθε ερώτησή του. Ακόμα κι όταν παραδεχόταν πως δεν είχε υπ’ όψιν του κάτι, ο τόνος της φωνής του δεν άλλαζε. «Κάποιοι λένε πως σου επιτέθηκαν οι Αποδιωγμένοι, άλλοι λένε οι Άες Σεντάι. Όσοι πιστεύουν ότι ορκίστηκες πίστη στην Έδρα της Άμερλιν, τάσσονται υπέρ των Αποδιωγμένων. Όπως και να έχει, οι γνώμες ποικίλλουν περί του αν είσαι νεκρός, σε απήγαγαν ή το έσκασες. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως ζεις, όπου κι αν είσαι, ή έτσι λένε, τουλάχιστον. Φοβάμαι, όμως, πως είναι αρκετοί αυτοί που πιστεύουν πως...» Η φωνή του έσβησε στη σιωπή.

«Πως τρελάθηκα», αποτελείωσε την πρόταση για λογαριασμό του ο Ραντ, έχοντας τον ίδιο, επίπεδο τόνο στη φωνή του. Ήταν κάτι που ούτε τον ενδιέφερε, ούτε τον εξόργιζε. «Και πως κατέστρεψα ο ίδιος ένα τμήμα του Παλατιού, έτσι;» Του ήταν αδύνατον να αναφερθεί στους νεκρούς. Δεν ήταν τόσοι όσοι σε άλλες εποχές και τόπους, αλλά ήταν αρκετοί, και μάλιστα τα ονόματα κάποιων εμφανίζονταν μπροστά του όποτε έκλεινε τα μάτια του. Ένας από τους άντρες κάτω βγήκε από την άμαξα, αλλά ο καραφλός τύπος τον έπιασε από το μπράτσο και τον τράβηξε ξανά επάνω, αναγκάζοντάς τον να δείξει τι είχε κάνει. Ένας άλλος άντρας, από την άλλη μεριά, πήδηξε κάπως απρόσεκτα στο λιθόστρωτο, γλιστρώντας, κι ο ασκεπής παράτησε το κυνηγητό του πρώτου στην άμαξα κι ανάγκασε τον άλλο να σκαρφαλώσει επάνω μαζί του. Μα τι στο Φως έκαναν; Ο Ραντ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. «Δεν είναι κι εντελώς λάθος».

Ο Ντομπραίν Τάμποργουιν, ένας κοντός άντρας με το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ξυρισμένο κι επίσημα πουδραρισμένο και τα υπόλοιπα μαλλιά του σχεδόν γκρίζα, κοίταξε προς τα πίσω με μάτια σκοτεινά κι ασυγκίνητα. Μπορεί να μην ήταν τόσο ευπαρουσίαστος, αλλά σίγουρα ήταν μεθοδικός. Θαλασσιές και λευκές ρίγες κατηφόριζαν στο μπροστινό μέρος του μαύρου, βελουδένιου πανωφοριού του, από τον λαιμό έως τα γόνατα σχεδόν. Το δαχτυλίδι του με τον σφραγιδόλιθο ήταν ένα σκαλιστό ρουμπίνι, ενώ φορούσε άλλο ένα στο πέτο του, όχι πολύ πιο μεγάλο αλλά αρκετά επιδεικτικό για Καιρχινό. Ήταν Υψηλή Έδρα του Οίκου του κι, έχοντας στο ενεργητικό του περισσότερες μάχες από τον καθένα, ελάχιστα πράγματα τον φόβιζαν. Το είχε αποδείξει στα Πηγάδια του Ντουμάι.