Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, ο Ραντ κοίταξε εξεταστικά τη Μιν για μια στιγμή κι έπειτα πήρε ένα φύλλο από τα συγγράμματα και το κρέμασε στον ώμο του.
«Μόνο ένα;» τον ρώτησε. Αφήνοντας τα υπόλοιπα στο πάτωμα, τοποθέτησε τις γροθιές στους γοφούς της και τον κοίταξε μουτρωμένη. «Μερικές φορές συμπεριφέρεσαι όντως σαν βοσκός. Αυτά τα σακιά θα πρέπει να ζυγίζουν ένα καντάρι το καθένα». Πάντως, έμοιαζε περισσότερο να διασκεδάζει παρά να είναι αναστατωμένη.
«Ας διάλεγες μικρότερα βιβλία», της ανταπάντησε, βάζοντας τα γάντια ιππασίας για να κρύψει τους Δράκοντες. «Ή ελαφρύτερα». Στράφηκε προς το παράθυρο, για να πάρει την περγαμηνή, κι ένα κύμα ζαλάδας τον χτύπησε. Σκόνταψε κάπου, νιώθοντας τα γόνατά του να τρέμουν. Ένα εκτυφλωτικό πρόσωπο, που ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει, άστραψε μες στο κεφάλι του. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, στηρίχθηκε κάπου και πάσχισε να στυλώσει τα πόδια του. Η αίσθηση της περιδίνησης χάθηκε. Ο Λουζ Θέριν βαριανάσαινε βραχνά μες στις σκιές. Άραγε, ήταν το δικό του πρόσωπο αυτό που είδε;
«Αν νομίζεις πως με αυτόν τον τρόπο θα με κάνεις να τα κουβαλήσω εγώ, σκέψου το ξανά», γκρίνιαξε η Μιν. «Οι σταβλίτες προσποιούνται πολύ καλύτερα. Θα μπορούσες, ας πούμε, να προσπαθήσεις να πέσεις».
«Όχι αυτή τη φορά». Ήταν έτοιμος για όσα συνέβαιναν όταν διαβίβαζε· μπορούσε να τα ελέγξει, μέχρις ενός σημείου. Συνήθως. Τις περισσότερες φορές. Όμως αυτή η σκοτοδίνη, χωρίς τη χρήση του σαϊντίν, ήταν πρωτόγνωρη. Ίσως είχε στραφεί πολύ γρήγορα. Ίσως τα γουρούνια πράγματι πετούσαν. Τοποθέτησε τον ιμάντα της περγαμηνής πάνω από τον ελεύθερο ώμο του. Οι άντρες στην αυλή των στάβλων εξακολουθούσαν να είναι απασχολημένοι. Κάτι έφτιαχναν. «Μιν...»
Το μέτωπό της έγειρε αμέσως μπροστά. Έκανε μια στιγμιαία παύση, για να βάλει τα κόκκινα γάντια της, κι άρχισε να χτυπάει ρυθμικά το πόδι της στο δάπεδο. Επικίνδυνο σημάδι αυτό για γυναίκα, ειδικά για κάποια που έχει επάνω της μαχαίρια. «Το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό, αναθεματισμένε Ραντ-καταραμένε-Αναγεννημένε-Δράκοντα-αλ’Θόρ! Δεν πρόκειται να με αφήσεις πίσω!»
«Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό τέτοια σκέψη», της απάντησε αυτός, ψέματα. Ήταν πολύ αδύναμος. Δεν μπορούσε καν να πει τα κατάλληλα λόγια για να την αναγκάσει να μείνει. Πολύ αδύναμος, σκέφτηκε πικρά, κι αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατό της, που το Φως να με κάψει!
Κι αυτό θα γίνει, του υποσχέθηκε με απαλή φωνή ο Λουζ Θέριν.
«Απλά σκέφτηκα πως θα έπρεπε να πληροφορηθείς τι κάνουμε και τι σκοπεύουμε να κάνουμε», συνέχισε ο Ραντ. «Υποθέτω πως δεν ήμουν και πολύ κοινωνικός». Ανασυγκροτήθηκε κι άδραξε το σαϊντίν. Το δωμάτιο φάνηκε να στροβιλίζεται, κι αυτός καβάλησε τη χιονοστιβάδα της φωτιάς, του πάγου και της μιαρότητας, με τη ναυτία να κοχλάζει στο στομάχι του. Ωστόσο, ήταν ικανός πια να στέκεται όρθιος δίχως να τρικλίζει. Σχεδόν, δηλαδή. Μόλις που κατάφερε να υφάνει τις ροές μιας πύλης, η οποία αποκάλυψε ένα χιονοσκέπαστο ξέφωτο, όπου δύο σαμαρωμένα άλογα ήταν δεμένα σε ένα χαμηλό κλαδί μιας βελανιδιάς.
Χάρηκε, διαπιστώνοντας πως τα ζώα βρίσκονταν ακόμα εκεί. Το ξέφωτο απείχε κάμποσο από τον πλησιέστερο δρόμο, ωστόσο υπήρχαν ακόμα περιπλανώμενοι που είχαν γυρίσει τις πλάτες τους σε οικογένειες κι αγροκτήματα, στο εμπόριο και στις τέχνες, μόνο και μόνο επειδή ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε σπάσει όλους τους δεσμούς. Έτσι έλεγαν οι Προφητείες, τουλάχιστον. Από την άλλη, αρκετοί από αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες, μισοπαγωμένοι και με τα πόδια πονεμένα, είχαν κουραστεί να ψάχνουν χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα τι ψάχνουν. Ακόμα κι αυτά τα απερίγραπτα άτια σίγουρα θα εξαφανίζονταν από τον πρώτο άντρα που θα τα έβρισκε ασυνόδευτα. Είχε αρκετό χρυσάφι για να αγοράσει άλλα, μα ήταν σίγουρος πως η Μιν δεν θα απολάμβανε πεζοπορία μίας ώρας μέχρι το χωριό, όπου είχαν αφήσει τα υποζύγια.
Πέρασε βιαστικά στο ξέφωτο, προσποιούμενος πως αυτή η αλλαγή από το δάπεδο του δωματίου στο χιόνι, που του έφτανε έως το γόνατο, είχε ως αποτέλεσμα να σκοντάψει, και περίμενε τη Μιν να πάρει τα σακιά με τα βιβλία και να τον ακολουθήσει τρικλίζοντας. Κατόπιν, ελευθέρωσε τη Δύναμη. Απείχαν πεντακόσια μίλια από την Καιρχίν, αλλά βρίσκονταν πιο κοντά στην Ταρ Βάλον από οπουδήποτε αλλού. Η Αλάνα είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει μες στο μυαλό του όταν έκλεισε η πύλη.