«Κοινωνικός;» ρώτησε η Μιν, κι ακουγόταν καχύποπτη. Ήλπιζε να λέει την αλήθεια για τα κίνητρά του. Η ζαλάδα κι η ναυτία χάθηκαν αργά-αργά. «Ήσουν ανοικτός όσο ένα μύδι, Ραντ, αλλά δεν είμαι τυφλή. Πρώτα Ταξιδέψαμε στο Ρουίντιαν, όπου ρώτησες τόσο πολλά γι’ αυτό το μέρος, το Σάρα, ώστε όλοι θα νόμισαν πως σκόπευες να πας εκεί». Κούνησε το κεφάλι της ελαφρώς συνοφρυωμένη, καθώς έζευε ένα από τα φορτία της στη σέλα του καφετιού, ευνουχισμένου της ζώου. Βόγκηξε από την προσπάθεια, αλλά δεν σκόπευε να αφήσει το άλλο σακί με τα βιβλία πάνω στο χιόνι. «Ποτέ μου δεν φαντάστηκα πως η Ερημιά του Άελ θα έμοιαζε έτσι. Αυτή η πόλη είναι μεγαλύτερη από την Ταρ Βάλον, παρότι μιοοερειπωμένη. Κι όλες αυτές οι πηγές κι η λίμνη... Δεν μπορώ καν να διακρίνω την απέναντι πλευρά. Νόμιζα πως στην Ερημιά δεν υπήρχε νερό. Κι όχι μόνο υπήρχε, αλλά ήταν και κρύο, όπως εδώ. Περίμενα πως το νερό της Ερημιάς θα ήταν ζεστό!»
«Το καλοκαίρι, τη μέρα ψήνεσαι, αλλά τη νύχτα παγώνεις». Ένιωθε αρκετά αναζωογονημένος ή σχεδόν, για να αρχίσει να τοποθετεί το δικό του φορτίο πάνω στο σαμάρι του σταχτιού ζώου, πράγμα που έκανε. «Αν υποθέσουμε πως πράγματι γνωρίζεις τα πάντα, πες μου τι άλλο έκανα εκτός από ερωτήσεις;»
«Ό,τι έκανες και στο Δάκρυ χθες το βράδυ. Φρόντισες να γίνει γνωστό στους πάντες πως βρισκόσουν εκεί. Στο Δάκρυ, ρωτούσες για το Τσάτσιν. Είναι προφανές. Προσπαθείς να μπερδέψεις όλο τον κόσμο σχετικά με το πού είσαι και πού πρόκειται να πας». Τοποθετώντας το δεύτερο σακί με τα βιβλία πίσω από τη σέλα, έτσι ώστε να ισορροπεί το βάρος του πρώτου, η γυναίκα έλυσε τα γκέμια και σκαρφάλωσε στο σαμάρι. «Άρα, είμαι τυφλή ή όχι;»
«Έχεις μάτια αητού». Ήλπιζε οι διώκτες του ή, τέλος πάντων, όποιος τους καθοδηγούσε, να έβλεπαν εξίσου καλά. Δεν ήθελε να τους μπερδέψει και να τους στείλει αλλού γι’ αλλού, το Φως μόνο ήξερε πού. «Νομίζω πως πρέπει να αφήσω κι άλλα ψεύτικα ίχνη».
«Και γιατί να χάσεις χρόνο; Ξέρω πως έχεις κάποιο σχέδιο, όπως επίσης ξέρω πως αφορά σε κάτι που υπάρχει σε αυτή την περγαμηνή —ένα σα’ανγκριάλ, μήπως;— και γνωρίζω καλά πόσο σημαντικό είναι. Μην εκπλήσσεσαι. Αυτή την τσάντα δεν την έχεις αφήσει στιγμή απ’ τα μάτια σου. Γιατί δεν κάνεις ό,τι σχεδιάζεις, κι έπειτα να αφήσεις πίσω σου ψεύτικα ίχνη; Και τα αληθινά, βέβαια. Θα στραφείς εναντίον τους εκεί που δεν το περιμένουν, έτσι είπες. Αυτό όμως δεν θα το πετύχεις, παρά μόνο αν σε ακολουθήσουν εκεί που θέλεις».
«Μακάρι να μη διάβαζες ποτέ τα βιβλία του Χέριντ Φελ», μουρμούρισε πικρά ο Ραντ κι ανέβηκε στη σέλα του σταχτιού αλόγου. Αισθανόταν το κεφάλι του να γυρίζει κάπως. «Σαν πολλά ξετρυπώνεις από μόνη σου. Άραγε, μπορώ να σου κρατήσω μυστικά;»
«Ποτέ δεν μπορούσες, κουφιοκέφαλε», του απάντησε γελώντας, κι έπειτα ρώτησε κάτι που ερχόταν σε αντίφαση με την προηγούμενη πρότασή της. «Τι ακριβώς σχεδιάζεις; Εννοώ, εκτός από το να σκοτώσεις τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους. Αν πρόκειται να ταξιδέψω μαζί σου, έχω δικαίωμα να ξέρω». Λες και δεν επέμενε να ταξιδέψει μαζί του.
«Θα καθαρίσω το αρσενικό μισό της Πηγής από το μίασμα», δήλωσε ο Ραντ κατηγορηματικά. Ήταν μια βαρυσήμαντη ανακοίνωση. Ένα θαυμάσιο σχέδιο, κάτι περισσότερο από θαυμάσιο. Μεγαλοπρεπές, θα έλεγε κανείς. Κρίνοντας από την αντίδραση της Μιν, ήταν σαν να της είχε πει πως σκόπευε να κάνει μια απογευματινή βόλτα. Η γυναίκα απέμεινε απλώς να τον κοιτάει με τα χέρια διπλωμένα πάνω στο μπροστάρι της σέλας, κι ο Ραντ συνέχισε.
«Δεν έχω ιδέα πόσον καιρό θα πάρει, κι από τη στιγμή που θα αρχίσω, νομίζω πως οποιοσδήποτε έχει την ικανότητα της διαβίβασης σε ακτίνα χιλίων μιλίων θα καταλάβει πως κάτι συμβαίνει. Αμφιβάλλω κατά πόσον θα μπορώ να σταματήσω, ακόμα κι αν ο Ντασίβα κι οι άλλοι ή οι Αποδιωγμένοι εμφανιστούν ξαφνικά, για να δουν τι συμβαίνει. Για τους Αποδιωγμένους δεν μπορώ να κάνω κάτι, αλλά με λίγη τύχη μπορώ να αποτελειώσω τους υπόλοιπους». Ίσως το γεγονός ότι ήταν τα’βίρεν του έδινε το πλεονέκτημα που τόσο απεγνωσμένα χρειαζόταν.
«Αν βασίζεσαι στην τύχη, ο Κόρλαν Ντασίβα κι οι Αποδιωγμένοι θα σε φάνε για πρωινό», αποκρίθηκε η Μιν, στρέφοντας το άλογό της έξω από το ξέφωτο. «Ίσως μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο. Έλα. Στο πανδοχείο υπάρχει ζεστασιά. Ελπίζω να μας αφήσεις να φάμε κάτι ζεστό πριν φύγουμε».
Ο Ραντ την κοίταξε δύσπιστα. Θα πίστευε κανείς πως πέντε αποστάτες Άσα’μαν, για να μην αναφέρουμε τους Αποδιωγμένους, αποτελούσαν μικρότερη ενόχληση από ένα πονεμένο δόντι. Σπιρούνισε το φαιόχρωμο ζώο κι αυτό κάλπασε τινάζοντας έναν χιονένιο πίδακα. Ο Ραντ την πρόλαβε και βάδισαν σιωπηλά. Εξακολουθούσε να της κρατάει κάποια μυστικά, όπως αυτή η αδιαθεσία που τον επηρέαζε όταν διαβίβαζε, για παράδειγμα. Αυτός ήταν κι ο πραγματικός λόγος που έπρεπε πρώτα να τελειώνει με τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους. Του έδινε χρόνο να ξεπεράσει την αδιαθεσία. Αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, φυσικά. Αν όχι, δεν ήταν διόλου σίγουρος αν θα του χρησίμευαν τα δύο τερ’ανγκριάλ που έκρυβε πίσω από τη σέλα.