1
Αφήνοντας τον Προφήτη
Ο Τροχός του Χρόνου γυρίζει κι οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους μνήμες που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος· ακόμα κι ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό, όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Μια Εποχή, που από μερικούς αποκαλείται η Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έφθασε, μια Εποχή από καιρό περασμένη, ένας άνεμος υψώθηκε πάνω από τον Ωκεανό Άρυθ. Ο άνεμος αυτός δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ήταν όμως μια αρχή.
Ο άνεμος έπνευσε ανατολικά, πάνω από τα παγωμένα, φουσκωμένα κύματα του γκριζοπράσινου ωκεανού, με κατεύθυνση το Τάραμπον, όπου τα πλοία είχαν ήδη ξεφορτώσει ή περίμεναν τη σειρά τους να μπουν στο λιμάνι του Τάντσικο, αγκυροβολημένα για μίλια κατά μήκος της χαμηλής ακτογραμμής. Περισσότερα πλοία, μικρά και μεγάλα, γέμιζαν το τεράστιο λιμάνι, όπως επίσης μαούνες, που μετέφεραν στην ξηρά ανθρώπους κι εμπορεύματα, μια και δεν υπήρχε άδειο αραξοβόλι σε καμία από τις αποβάθρες της πόλης. Οι κάτοικοι του Τάντσικο είχαν τρομοκρατηθεί όταν η πόλη έπεσε στα χέρια των νέων αρχόντων της, με τα παράδοξα έθιμα, τα αλλόκοτα πλάσματα και τις δεμένες με λουριά γυναίκες που ήταν ικανές να διαβιβάσουν, και τρομοκρατήθηκαν εκ νέου μόλις κατέφθασε αυτός ο στόλος, το μέγεθος του οποίου σου παρέλυε το μυαλό, κι άρχισε να ξεβράζει όχι μόνο στρατιώτες αλλά κι ανοιχτομάτηδες εμπόρους καθώς και τεχνίτες με τα σύνεργά τους, ακόμα κι ολόκληρες οικογένειες με άμαξες γεμάτες αγροτικά εργαλεία κι άγνωστα φυτά. Υπήρχαν νέος Βασιλιάς και νέα Πανάρχουσα για να ορίζουν τους νόμους, ωστόσο, κι αν ο Βασιλιάς κι η Πανάρχουσα είχαν ορκιστεί πίστη σε κάποια μακρινή Αυτοκράτειρα κι οι ευγενείς των Σωντσάν είχαν καταλάβει πολλά από τα ανάκτορα κι απαιτούσαν μεγαλύτερη υπακοή από οποιονδήποτε Ταραμπονέζο άρχοντα ή αρχόντισσα, η ζωή δεν είχε αλλάξει και πολύ για τον περισσότερο κόσμο, κι αυτό προς το καλύτερο. Η Γενιά των Σωντσάν ελάχιστες επαφές είχε με τον απλό λαό, και τα παράδοξα έθιμα ήταν αποδεκτά. Η αναρχία που είχε διαλύσει τη χώρα ήταν πια μια μακρινή μνήμη, μαζί μ’ αυτήν κι η πείνα. Οι επαναστάτες, οι ληστοσυμμορίτες κι οι Δρακορκισμένοι, που κάποτε λυμαίνονταν τον τόπο, ήταν πια νεκροί, αιχμάλωτοι ή εξόριστοι στην Πεδιάδα του Άλμοθ —όσοι δεν είχαν παραδοθεί, τουλάχιστον— και το εμπόριο κυλούσε ομαλά και πάλι. Οι ορδές των λιμοκτονούντων προσφύγων, που στριμώχνονταν στους δρόμους, είχαν επιστρέψει στα χωριά και στα αγροκτήματά τους. Κι από τους νεοαφιχθέντες στο Τάντσικο δεν παρέμεναν παρά μονάχα αυτοί που η πόλη μπορούσε να θρέψει εύκολα. Παρά το χιόνι, οι στρατιώτες κι οι έμποροι, οι τεχνίτες κι οι αγρότες διασκορπίζονταν προς το εσωτερικό κατά δεκάδες χιλιάδες, αλλά ο παγωμένος αγέρας μαστίγωνε ένα ειρηνικό Τάντσικο κι, έπειτα από όλη αυτή την ταλαιπωρία, ικανοποιημένο με όσα του αναλογούσαν.
Ο άνεμος φυσούσε ανατολικά για λεύγες ολόκληρες, λυσσομανώντας και καταλαγιάζοντας, διχασμένος αλλά χωρίς να σταματά ποτέ, πάντα από τα ανατολικά και με κατεύθυνοη τον Νότο, διασχίζοντας δάση και πεδιάδες τυλιγμένες στην κουβέρτα του χειμώνα, με γυμνόκλαδα δέντρα και καφετί γρασίδι, φτάνοντας τελικά σε αυτό που κάποτε ήταν το σύνορο μεταξύ του Τάραμπον και της Αμαδισία. Εξακολουθούσε να είναι σύνορο, αλλά μόνο κατ’ όνομα, μια και τα πόστα των τελωνείων είχαν κατεδαφιστεί κι οι φρουροί είχαν φύγει. Ανατολικά και νότια, γύρω από τη νότια έκταση των Ορέων της Ομίχλης, περιδινούμενος γύρω από το Άμαντορ με τα πανύψηλα τείχη. Γύρω από το κατακτημένο Άμαντορ. Το λάβαρο, στην κορυφή του ογκώδους Φρουρίου του Φωτός, κυμάτιζε στον άνεμο, ενώ το χρυσό γεράκι που απεικόνιζε έμοιαζε πράγματι να πετά κρατώντας σφικτά στα νύχια του τους κεραυνούς. Ελάχιστοι από τους ντόπιους άφηναν τα σπίτια τους, εκτός αν ήταν ανάγκη, κι αυτοί οι λίγοι περιδιάβαιναν βιαστικά κατά μήκος των παγωμένων δρόμων με τους μανδύες τυλιγμένους σφιχτά επάνω τους και βλέμματα χαμηλωμένα, όχι μόνο για να προσέχουν το βήμα τους στο γλιστερό λιθόστρωτο, αλλά και για να αποφεύγουν τις ματιές κάποιου περιστασιακού Σωντσάν, που θα τους προσπερνούσε καβάλα πάνω σε ένα θηρίο όμοιο με σιδερόφραχτη γάτα σε μέγεθος αλόγου, ή τους καλυμμένους με ατσάλι Ταραμπονέζους, που θα φυλούσαν ομάδες από τα πάλαι ποτέ Τέκνα του Φωτός, οι οπαδοί των οποίων ήταν τώρα αλυσοδεμένοι σαν ζώα που σέρνουν άμαξες γεμάτες σκουπίδια εκτός πόλεως. Δεν είχε περάσει καλά-καλά ενάμισης μήνας από τότε που οι Σωντσάν τους έκλεισαν στο μαντρί, κι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας της Αμαδισία ένιωθαν τον παγερό άνεμο να τους χτυπά σαν βούρδουλας, κι όσοι δεν καταριόνταν τη μοίρα τους αναλογίζονταν ποιες αμαρτίες τους είχαν οδηγήσει σε αυτό το σημείο.