Ανατολικά ούρλιαξε ο άνεμος, πάνω από μια περιοχή ερημωμένη, όπου απέμεναν αποκαΐδια χωριών και κατεστραμμένων αγροκτημάτων, τα οποία άλλοτε κατοικούνταν. Το χιόνι σκέπαζε σαν κουβέρτα απανθρακωμένα ξύλα κι εγκαταλελειμμένους αχυρώνες, κάνοντας πιο ήπιο το τοπίο, μολονότι υποδήλωνε θάνατο από παγωνιά και πείνα. Το ξίφος, το τσεκούρι κι η λόγχη είχαν ήδη κάνει τη δουλειά τους και περίμεναν να σκοτώσουν ξανά. Ανατολικά, μέχρι που ο άνεμος θρήνησε με γόους πάνω από τα ανοχύρωτα Άμπιλα. Κανένα λάβαρο δεν ανέμιζε πάνω από τα παρατηρητήρια της πόλης, μια κι ο Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα βρισκόταν εκεί και δεν χρειαζόταν λάβαρα, παρά μόνο το όνομά του. Στα Άμπιλα ο κόσμος αναρριγούσε πιότερο με το όνομα του Προφήτη παρά με τον ψυχρό άνεμο. Εξάλλου, οι άνθρωποι πάντα και παντού ένιωθαν μια ανατριχίλα στο άκουσμα αυτού του ονόματος.
Βγαίνοντας με δρασκελιές έξω από το ψηλό σπίτι του εμπόρου, όπου κατοικούσε ο Μασέμα, ο Πέριν άφησε τον άνεμο να μαστιγώσει τον επενδυμένο με γούνα μανδύα του, καθώς φορούσε τα γάντια του. Ο μεσημεριανός ήλιος δεν εξέπεμπε θερμότητα κι ο αέρας περόνιαζε μέχρι το κόκαλο. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, αλλά ο ίδιος παραήταν θυμωμένος ώστε να νιώσει το κρύο. Μετά βίας συγκρατούσε τα χέρια του, για να μην πιάσουν το τσεκούρι στη ζώνη του. Ο Μασέμα —με τίποτα δεν μπορούσε να αποκαλέσει αυτόν τον άνθρωπο Προφήτη, δεν το χωρούσε καν το μυαλό του!— ήταν πιθανότατα ανόητος και σίγουρα παράφρων. Ένας πανίσχυρος ανόητος όμως, πιο ισχυρός από τους περισσότερους βασιλιάδες, και τρελαμένος από την εξουσία.
Οι φρουροί του Μασέμα γέμιζαν τον δρόμο απ’ άκρη σ’ άκρη, ενώ απλώνονταν και στις γωνίες των επόμενων δρόμων, κοκαλιάρηδες με κλεμμένες, μεταξωτές στολές, αμούστακοι μαθητευόμενοι με σκισμένα πανωφόρια και πάλαι ποτέ πλαδαροί έμποροι με απομεινάρια εξαίσιων μάλλινων. Η ανάσα τους ήταν σαν λευκή πάχνη και μερικοί αναρριγούσαν, αφού δεν φορούσαν χιτώνα, αλλά καθένας τους άδραχνε ένα ακόντιο ή μια βαλλίστρα με το βέλος περασμένο στη χορδή. Ωστόσο, κανείς δεν εκδήλωνε ανοικτή εχθρότητα. Ήξεραν ότι ο Πέριν ισχυριζόταν πως είχε αποκτήσει οικειότητα με τον Προφήτη, κι είχαν μείνει με το στόμα ανοικτό, λες και περίμεναν να τον δουν να πετάει. Ή, τουλάχιστον, να κάνει τούμπες. Ο Πέριν φίλτραρε την οσμή από την καπνιά του ξύλου, που έβγαινε από τις καμινάδες της πόλης. Όλοι τους βρωμοκοπούσαν πολυκαιρισμένο ιδρώτα κι απλυσιά, ζήλο αλλά και φόβο, καθώς κι έναν παράξενο πυρετό, που δεν είχε αναγνωρίσει προηγουμένως και μάλλον αντανακλούσε την παράνοια του Μασέμα. Εχθρικοί ή όχι, θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν, όπως κι οποιονδήποτε άλλον, με μία λέξη του Μασέμα. Μία λέξη του Μασέμα ήταν αρκετή για να σφαγιάσουν ολόκληρα έθνη. Καθώς ο Πέριν τους μύριζε, αισθανόταν μια παγωνιά δριμύτερη κι από χειμερινό άνεμο. Ήταν εξαιρετικά χαρούμενος που δεν είχε αφήσει τη Φάιλε να έρθει μαζί του.
Οι άντρες που είχε αφήσει με τα υποζύγια έπαιζαν ζάρια πλάι στα ζώα ή βόλταραν σε μια έκταση από λιθόστρωτες πλάκες, η οποία είχε καθαριστεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της από το λασπωμένο χιόνι. Δεν εμπιστευόταν τον Μασέμα ούτε στο ελάχιστο, το ίδιο κι εκείνοι. Είχαν την προσοχή τους περισσότερο στραμμένη στο σπίτι και στους φρουρούς παρά στο παιχνίδι. Οι τρεις Πρόμαχοι πήδηξαν όρθιοι μόλις έκανε την εμφάνισή του, κι οι ματιές τους έπεσαν στους συντρόφους του που έρχονταν ξοπίσω του. Ήξεραν πολύ καλά τι είχαν αισθανθεί οι Άες Σεντάι τους εκεί μέσα. Ο Νιλντ ήταν ο πιο αργός, σταματώντας λίγο για να μαζέψει τα ζάρια και τα νομίσματα. Ο συγκεκριμένος Άσα’μαν δεν ήταν παρά ένας λιμοκοντόρος, που μονίμως έστριβε τα τσιγκελωτά του μουστάκια και περπατούσε καμαρωτά χαζογελώντας μπροστά από τις γυναίκες, μα τώρα είχε σταθεί προσοχή, επιφυλακτικός σαν γάτα.
«Για μια στιγμή, πίστεψα πως θα έπρεπε να δώσουμε μάχη για να βγούμε από εκεί», μουρμούρισε ο Ιλάυας πάνω από τον ώμο του Πέριν. Ωστόσο, τα χρυσαφιά του μάτια ήταν ήρεμα. Ήταν ένας ξερακιανός ηλικιωμένος, με πλατύγυρο καπέλο και με γκρίζα μαλλιά, που κρέμονταν μέχρι τη μέση του, και με μια μακριά γενειάδα, που απλωνόταν σαν δαντέλα πάνω στο στήθος του. Στη ζώνη του είχε περασμένο ένα στενόμακρο μαχαίρι, όχι ένα ξίφος. Κι όμως, είχε υπάρξει Πρόμαχος. Τρόπον τινά, εξακολουθούσε να είναι.