«Είναι το μόνο πράγμα που μας πήγε καλά», του αποκρίθηκε ο Πέριν, παίρνοντας τα γκέμια του Αναχαιτιστή από τον Νιλντ. Ο Άσα’μαν ανασήκωσε ερωτηματικά το ένα φρύδι, αλλά ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του, χωρίς να τον ενδιαφέρει ποια ήταν η ερώτηση, κι ο Νιλντ, με μια έκφραση ξινίλας, παρέδωσε στον Ιλάυας τα ηνία του βαθύγκριζου ευνουχισμένου αλόγου του πριν σκαρφαλώσει στη ράχη του διάστικτου δικού του.
Ο Πέριν δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με το κατσούφιασμα του Μουραντιανού. Ο Ραντ τον είχε στείλει να φέρει πίσω τον Μασέμα, κι ο Μασέμα ερχόταν. Όπως πάντα συνέβαινε το τελευταίο διάστημα, κάθε φορά που σκεφτόταν τον Ραντ, χρώματα στροβιλίστηκαν μέσα στο κεφάλι του. Όπως πάντα, τα αγνόησε. Ο Μασέμα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα για τον Πέριν, ώστε δεν είχε χρόνο να ασχολείται με χρώματα. Αυτός ο καταραμένος «προφήτης» θεωρούσε βλασφημία να αγγίζει οποιοσδήποτε, πλην του Ραντ, τη Μία Δύναμη. Φαίνεται πως ο Ραντ δεν ήταν ακριβώς θνητός· ήταν το Φως με σάρκα κι οστά! Οπότε, δεν θα Ταξίδευαν, δεν θα έκαναν το αστραπιαίο άλμα προς την Καιρχίν μέσα από μια πύλη φτιαγμένη από κάποιον Άσα’μαν, άσχετα από το πόσο είχε πασχίσει ο Πέριν να πείσει τον Μασέμα. Έπρεπε να διανύσουν έφιπποι όλες αυτές τις τετρακόσιες και πλέον λεύγες, συναντώντας στον δρόμο τους το Φως μόνο ήξερε τι. Και να κρατήσουν μυστικό ποιοι ήταν, όπως επίσης και τον Μασέμα. Αυτές ήταν οι διαταγές του Ραντ.
«Μόνο έναν τρόπο βλέπω για να γίνει κάτι τέτοιο, αγόρι μου», είπε ο Ιλάυας, λες κι ο Πέριν είχε μιλήσει μεγαλόφωνα. «Η πιθανότητα είναι ελάχιστη. Θα είχαμε ίσως περισσότερες, αν κοπανούσαμε τον τύπο στο κεφάλι και πολεμούσαμε».
«Το ξέρω», γρύλισε ο Πέριν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης το είχε σκεφτεί πάνω από μια φορά. Με τους Άσα’μαν, τις Άες Σεντάι και τις Σοφές να διαβιβάζουν, ίσως ήταν εφικτό. Μα είχε δει μάχη να διεξάγεται με τη χρήση της Μίας Δύναμης, άντρες να σκίζονται ασκαρδαμυκτί σε ματωμένα κομμάτια, και φωτιές να φουντώνουν σε όλη τη γη. Τα Άμπιλα θα μετατρέπονταν σε υπαίθριο σφαγείο πριν ακόμα τελειώσουν. Αν ήταν στο χέρι του, θα απέφευγε να παρακολουθήσει ξανά κάτι παρόμοιο.
«Τι πιστεύεις ότι θα καταφέρει αυτός ο Προφήτης με δαύτο;» τον ρώτησε ο Ιλάυας.
Ο Πέριν χρειάστηκε να διώξει από το μυαλό του τα Πηγάδια του Ντουμάι και τα Άμπιλα, που έμοιαζαν με το πεδίο μάχης στα Πηγάδια του Ντουμάι, πριν καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε ο Ιλάυας. Α. Πώς επρόκειτο να πραγματοποιήσει το απίθανο. «Δεν με νοιάζει τι θα καταφέρει». Ο τύπος θα κατάφερνε να δημιουργήσει φασαρίες, αυτό ήταν απολύτως βέβαιο.
Έξυσε τη γενειάδα του, οργισμένος. Έπρεπε να την περιποιηθεί ή, μάλλον, να του την περιποιηθούν. Αν έπιανε το ψαλίδι, η Φάιλε θα του το έπαιρνε από το χέρι και θα το έδινε στον Λάμγκουιν. Εξακολουθούσε να φαντάζει απίθανο ότι αυτός ο ασουλούπωτος ατζαμής με το βλογιοκομμένο πρόσωπο και τις βαθουλωτές αρθρώσεις είχε την ικανότητα και την τέχνη ενός προσωπικού υπηρέτη. Μα το Φως! Ένας προσωπικός υπηρέτης. Είχε εξοικειωθεί με τη Φάιλε και τους παράξενους Σαλδαϊκούς τρόπους της, αλλά όσο εξοικειωμένος κι αν ήταν, τόσο αυτή κατάφερνε να κάνει το δικό της. Βέβαια, οι γυναίκες πάντα έκαναν το δικό τους, όμως μερικές φορές τού φαινόταν πως είχε ανταλλάξει ένα κακό με κάποιο άλλο. Ίσως μπορούσε να δοκιμάσει να της φωνάξει με αυτή τη στεντόρεια φωνή που τόσο της άρεσε. Ένας άντρας είχε δικαίωμα να ψαλιδίσει τη γενειάδα του μονάχος του, αν ήθελε. Ωστόσο, αμφέβαλλε αν μπορούσε να το κάνει. Ήταν δύσκολο να αρχίσει να της φωνάζει, από τη στιγμή που εκείνη θα άρχιζε να φωνάζει πρώτη. Ούτως ή άλλως, ήταν ηλίθιο να σκέφτεται τώρα κάτι τέτοιο.
Περιεργάστηκε τους υπολοίπους καθώς κατευθύνονταν στα άλογά τους, λες και περιεργαζόταν τα εργαλεία που χρειαζόταν για μια δύσκολη δουλειά. Φοβόταν πως ο Μασέμα θα του έκανε τη ζωή δύσκολη σε αυτό το ταξίδι κι ότι τα εργαλεία του ήταν ελαττωματικά.
Η Σέονιντ κι η Μασούρι σταμάτησαν πλάι του, με τις κουκούλες των χιτώνων τους τραβηγμένες μπροστά και με τα πρόσωπά τους στη σκιά. Ένα οξύ τρέμουλο στόλιζε την αχνή οσμή των αρωμάτων τους, φόβος υπό έλεγχο. Ο Μασέμα θα τις είχε σκοτώσει επί τόπου, αν μπορούσε. Το ίδιο θα έκαναν κι οι φρουροί, αν κάποιος εξ αυτών αναγνώριζε τη μορφή μιας Άες Σεντάι. Ανάμεσα σε τόσο πολλούς, σίγουρα υπήρχαν κάποιοι που μπορούσαν να τις αναγνωρίσουν. Παρ’ όλο που η Μασούρι ήταν αρκετούς πόντους ψηλότερη, ο Πέριν χρειαζόταν να χαμηλώσει τη ματιά του αν ήθελε να τις κοιτάξει. Αγνοώντας τον Ιλάυας, οι αδελφές αντάλλαξαν ματιές εξακολουθώντας να καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τις κουκούλες τους. Κατόπιν, η Μασούρι μίλησε σιγανά.