«Βλέπεις, λοιπόν, γιατί πρέπει να πεθάνει; Αυτός ο άνθρωπος είναι... λυσσασμένος». Η Καφετιά αδελφή σπάνια μασούσε τα λόγια της. Ευτυχώς, κανείς από τους φρουρούς δεν βρισκόταν πολύ κοντά για να την ακούσει.
«Μπορούσες να επιλέξεις ένα καλύτερο μέρος για να πεις κάτι τέτοιο», της απάντησε ο Πέριν. Δεν είχε καμιά όρεξη να λογομαχήσει ξανά, ούτε τώρα ούτε αργότερα, αλλά ειδικά τώρα. Και φαίνεται πως δεν χρειαζόταν.
Η Εντάρα κι η Καρέλ λούφαξαν πίσω από τις Άες Σεντάι, με τις σκούρες εσάρπες ήδη τυλιγμένες γύρω από τα κεφάλια τους. Τα κομμάτια της εσάρπας που κρέμονταν μπροστά στο στήθος και στην πλάτη δεν έμοιαζαν ικανά να τις προστατέψουν από το κρύο, από την άλλη όμως αυτό που ενοχλούσε περισσότερο τις Σοφές ήταν το χιόνι, ακόμα κι η ίδια του η ύπαρξη. Τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα ήταν εντελώς ανέκφραστα σαν σκαλισμένες πέτρες, η οσμή τους ωστόσο έδινε την εντύπωση ατσάλινης αιχμής. Τα θαλασσιά μάτια της Εντάρα, τόσο ήρεμα συνήθως, ώστε φάνταζαν παράξενα στο νεανικό της πρόσωπο, ήταν τώρα εξίσου σκληρά με αυτή την αιχμή. Φυσικά, η αταραξία της κάλυπτε το ατσάλι. Κοφτερό ατσάλι.
«Δεν είναι μέρος αυτό για κουβέντες», είπε ήρεμα η Καρέλ στην Άες Σεντάι, χώνοντας μια πλεξούδα φλογερά, κόκκινα μαλλιά κάτω από την εσάρπα της. Ήταν ψηλή όσο οι πιο πολλοί άντρες και πάντα ήπια στους τρόπους της. Για Σοφή, τουλάχιστον. Πράγμα που σήμαινε πως δεν θα σου δάγκωνε ποτέ τη μύτη δίχως προειδοποίηση. «Ανεβείτε στα άλογά σας».
Οι κοντύτερες γυναίκες τής απηύθυναν μια ελαφριά υπόκλιση κι έσπευσαν στις σέλες, λες και δεν ήταν καν Άες Σεντάι. Για τις Σοφές, δεν ήταν. Ο Πέριν πίστευε πως δεν θα το συνήθιζε ποτέ αυτό, ακόμα κι αν η Μασούρι κι η Σέονιντ έμοιαζαν εξοικειωμένες με μια τέτοια συμπεριφορά.
Αναστενάζοντας, ανέβηκε στον Αναχαιτιστή, καθώς οι Σοφές ακολουθούσαν τις μαθητευόμενές τους Άες Σεντάι. Ο επιβήτορας, ξεκούραστος πια, ανασκίρτησε λίγα βήματα, αλλά ο Πέριν τον δάμασε με την πίεση των γονάτων του στα πλευρά του και κρατώντας γερά τα γκέμια. Οι Αελίτισσες σκαρφάλωσαν κάπως αδέξια στις ράχες των αλόγων, παρά την εξάσκηση των τελευταίων βδομάδων, κι οι βαριές τους φούστες ανασηκώθηκαν, για να αποκαλύψουν πόδια καλυμμένα με μάλλινες κάλτσες, που έφταναν μέχρι πάνω από το γόνατο. Συμφώνησαν με τις δύο αδελφές σχετικά με τον Μασέμα, το ίδιο κι οι υπόλοιπες Σοφές, στον καταυλισμό του. Το πράγμα ζεματούσε, κι ήταν δύσκολο να πας ως την Καιρχίν χωρίς να καψαλιστείς.
Ο Γκρέηντυ κι ο Άραμ είχαν ιππεύσει ήδη, κι ο Πέριν αδυνατούσε να διακρίνει τις μυρωδιές τους ανάμεσα σε τόσους άλλους. Δεν χρειαζόταν, ωστόσο. Ανέκαθεν θεωρούσε πως ο Γκρέηντυ έμοιαζε με αγρότη, παρά το μαύρο πανωφόρι του και το ασημένιο ξίφος στο πέτο του, αλλά όχι τώρα. Ακίνητος σαν άγαλμα πάνω στη σέλα του, ο στιβαρός Άσα’μαν επιθεωρούσε τούς φρουρούς με τη βλοσυρή ματιά ενός άντρα που υπολογίζει σε ποιο σημείο θα δώσει το πρώτο χτύπημα. Και το δεύτερο, και τρίτο, κι όσα ακόμα χρειάζονταν. Το πρόσωπο του Άραμ, με τον βαθυπράσινο μανδύα του Μάστορα να παραδέρνει στον άνεμο, καθώς ο άντρας έπιανε τα ηνία, και με τη λαβή του σπαθιού του να εξέχει από τους ώμους του, ήταν η προσωποποίηση του ενθουσιασμού κι ο Πέριν αισθάνθηκε την καρδιά του να βουλιάζει. Στο πρόσωπο του Μασέμα ο Άραμ είχε συναντήσει τον άνθρωπο που είχε δοθεί ψυχή και σώμα στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Κι η άποψη του Άραμ ήταν ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας κατατασσόταν λίγο πιο πίσω από τον Πέριν και τη Φάιλε.
Δεν έκανες καμιά χάρη στο αγόρι, του είχε πει ο Ιλάυας. Τον βοήθησες να απαρνηθεί όσα πίστευε, και τώρα πιστεύει μονάχα σε σένα και σ’ αυτό το ξίψος, κάτι που δεν είναι αρκετό για κανέναν. Ο Ιλάυας γνώριζε τον Άραμ από τότε που ο τελευταίος ήταν ακόμα Μάστορας, προτού διαλέξει το ξίφος.
Ναι, το πράγμα ζεματούσε κι ίσως είχε δηλητήριο, για μερικούς.
Οι φρουροί κοιτούσαν τον Πέριν με βλέμμα προσηλωμένο και γεμάτο απορία, αλλά δεν έκαναν καμιά κίνηση να τον αφήσουν να περάσει, μέχρι που κάποιος φώναξε μέσα από ένα παράθυρο του σπιτιού. Τότε παραμέρισαν, αφήνοντας αρκετό χώρο στους καβαλάρηδες για να περάσουν σε μονή φάλαγγα. Δεν ήταν εύκολο να φτάσεις μέχρι τον Προφήτη δίχως την άδειά του. Ήταν, όμως, αδύνατο να φύγεις δίχως την άδειά του.
Μόλις απομακρύνθηκαν από τον Μασέμα και τους φρουρούς του, ο Πέριν επιβράδυνε τον βηματισμό των αλόγων, όσο ήταν δυνατόν μέσα στους συνωστισμένους δρόμους. Όχι πολύ καιρό πριν, τα Άμπιλα ήταν μια μεγάλη, ευημερούσα πόλη, με τις πέτρινες αγορές της και τα τετραώροφα κτήρια με τις γερτές στέγες. Εξακολουθούσε να είναι μεγάλη, αλλά οι όγκοι από τα μπάζα σημάδευαν πια τα σημεία όπου είχαν κατεδαφιστεί σπίτια και πανδοχεία. Δεν είχε απομείνει ούτε ένα πανδοχείο όρθιο στα Άμπιλα, ούτε σπίτι κάποιου που καθυστέρησε να διακηρύξει τη δόξα του Άρχοντα Αναγεννημένου Δράκοντα. Η αποδοκιμασία του Μασέμα ποτέ δεν ήταν διακριτική.