Ανάμεσα στο πλήθος, λίγοι έδιναν την εντύπωση ότι εξακολουθούσαν να ζουν στην πόλη, κυρίως κάποιοι ατημέλητοι τύποι με βρώμικα ρούχα, που το έβαζαν στα πόδια φοβισμένοι και χώνονταν στους παράδρομους, ενώ δεν υπήρχαν καθόλου παιδιά. Ούτε σκυλιά. Η πείνα αποτελούσε μείζον ζήτημα του τόπου αυτού. Όπου και να κοίταζες, ομάδες οπλισμένων αντρών περιπλανιόνταν μέσα στη λάσπη, που τους έφτανε μέχρι τον αστράγαλο και που μόλις την προηγούμενη νύχτα ήταν χιόνι, είκοσι εδώ, πενήντα εκεί, σπρώχνοντας άγρια όσους καθυστερούσαν να παραμερίσουν, αναγκάζοντας ακόμα και τις βοϊδάμαξες να τους παρακάμψουν. Ήδη ήταν ορατές μερικές εκατοντάδες από δαύτους, πράγμα που σήμαινε πως σε ολόκληρη την πόλη θα πρέπει να αριθμούσαν κάμποσες χιλιάδες. Ο στρατός του Μασέμα είχε τα χαρακτηριστικά του όχλου, αλλά αριθμητικά εξισορροπούσε τις όποιες άλλες ελλείψεις. Δόξα στο Φως, είχε συμφωνήσει να φέρει μονάχα εκατό. Η συζήτηση είχε διαρκέσει μία ώρα, αλλά είχε συμφωνήσει. Στο τέλος, η λαχτάρα του Μασέμα να φτάσει γρήγορα στον Ραντ, ακόμα και χωρίς να Ταξιδέψει, είχε κερδίσει έδαφος. Ελάχιστοι από τους ακόλουθούς του διέθεταν άλογα, κι όσο πιο πολλοί ήταν πεζοί, τόσο πιο αργά θα βάδιζαν. Τουλάχιστον, θα έφτανε στον καταυλισμό του Πέριν κατά το σούρουπο.
Ο Πέριν δεν είδε κανέναν άλλον έφιππο εκτός από την ομάδα του, η οποία προσέλκυε τα βλέμματα των οπλισμένων αντρών, βλέμματα πέτρινα, πυρετώδη. Συχνά, έρχονταν στον Προφήτη διάφοροι τύποι με καλοραμμένα ρούχα, ευγενείς κι έμποροι, που ήλπιζαν πως, αν υποτάσσονταν στη θέλησή του αυτοπροσώπως, θα αποκόμιζαν περισσότερα κέρδη και λιγότερες ποινές, αλλά συνήθως αποχωρούσαν άπραγοι. Η έξοδός τους ήταν ανεμπόδιστη, ωστόσο, αν κι ήταν αναγκασμένοι να παρακάμψουν τις συστάδες των οπαδών του Μασέμα. Αν έφευγαν έφιπποι, ήταν θέλημα του ίδιου του Μασέμα. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Πέριν δεν ένιωθε αναγκασμένος να τους πει να παραμείνουν ο ένας κοντά στον άλλο. Υπήρχε μια αίσθηση αναμονής στα Άμπιλα και κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα ήθελε να παρίσταται όταν αυτή η αναμονή θα έπαιρνε τέλος.
Αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση όταν ο Μπάλγουερ σπιρούνισε το ευνουχισμένο του ζώο με την πλακουτσωτή μύτη, για να βγει από έναν παράδρομο, λίγο πριν τη χαμηλή ξύλινη γέφυρα, που οδηγούσε εκτός πόλεως, κι η ανακούφιση συναγωνιζόταν εκείνη που είχε νιώσει όταν διέσχισαν τη γέφυρα, αφήνοντας πίσω και τους τελευταίους φρουρούς. Ο μικρόσωμος άντρας με το σφιγμένο πρόσωπο, τις ροζιασμένες αρθρώσεις και το απέριττο καφετί πανωφόρι του να μοιάζει πιότερο κρεμασμένο πάνω του παρά φορεμένο μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του παρά το παρουσιαστικό του, αλλά η Φάιλε είχε στήσει ένα σπιτικό κατάλληλο για αριστοκράτισσα, και δεν θα της άρεσε διόλου αν εξαιτίας του Πέριν πάθαινε κάτι ο γραμματέας της, που ήταν γραμματέας και του Πέριν. Ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος πώς ένιωθε που είχε γραμματέα, ωστόσο αυτός ο τύπος διέθετε κι άλλες ικανότητες, πέραν της καλλιγραφίας. Ικανότητες τις οποίες επέδειξε μόλις βγήκαν εντελώς από την πόλη, σε ένα σημείο όπου τους κύκλωναν χαμηλοί δασωμένοι λόφοι. Τα περισσότερα κλωνάρια ήταν ολόγυμνα, κι αυτά που διατηρούσαν ακόμα ελάχιστο φύλλωμα ή μερικές βελόνες, αποτελούσαν μια έντονη πράσινη πιτσιλιά πάνω στο λευκό του χιονιού. Ο δρόμος τους ανήκε, αλλά το χιόνι είχε παγώσει στα αυλάκια κι έκανε την πορεία τους δύσκολη.
«Συγχώρησέ με, Άρχοντα Πέριν», μουρμούρισε ο Μπάλγουερ, γέρνοντας πάνω στη σέλα του, για να κοιτάξει πέρα από τον Ιλάυας, «αλλά έτυχε να πάρει κάτι το αυτί μου, που μπορεί να σε ενδιαφέρει». Έβηξε διακριτικά μέσα στο γάντι του κι έπειτα έπιασε βιαστικά τον μανδύα του και τον τράβηξε πάνω στο κορμί του.
Ο Ιλάυας κι ο Άραμ δεν χρειάζονταν την υπόδειξη του Πέριν για να υποχωρήσουν προς το μέρος των υπολοίπων. Όλοι είχαν εξοικειωθεί με την επιθυμία του ξερακιανού, μικρόσωμου άντρα για μυστικότητα. Γιατί ήθελε να προσποιείται πως κανείς άλλος δεν γνώριζε ότι ξετρύπωνε πληροφορίες από κάθε πόλη Και χωριό που περνούσαν; Ο Πέριν αδυνατούσε να μαντέψει. Λογικά, ο Μπάλγουερ θα έπρεπε να ξέρει πως ο Πέριν συζητούσε με τη Φάιλε και τον Ιλάυας όσα μάθαινε. Όπως κι αν είχε όμως, ήταν πολύ καλός στο ξετρύπωμα.
Ο Μπάλγουερ έγειρε το κεφάλι του μονόμπαντα, έτσι ώστε να παρακολουθεί τον Πέριν, καθώς ίππευαν πλάι-πλάι. «Δύο ειδών νέα έχω να σου αναφέρω, Άρχοντα μου, τα μεν σημαντικά, τα δε επείγοντα». Επείγοντα ή όχι, η φωνή του άντρα ακουγόταν ξερή, σαν θρόισμα νεκρών φύλλων.
«Πόσο επείγοντα;» Ο Πέριν έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του για το ποιον θα αφορούσαν οι πρώτες πληροφορίες.