Выбрать главу

«Γιατί είστε ακόμα όλοι εδώ;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν. «Γιατί δεν ψάχνετε να τη βρείτε;» Αντιλήφθηκε πως φώναζε. Ήθελε να ουρλιάξει, να φερθεί βίαια. «Που να καείτε, τι περιμένετε;» Η απόλυτη ψυχραιμία της απάντησής της, λες και του έδινε αναφορά πόση ζωοτροφή είχε απομείνει για τα άλογα, έμπηξε βελόνες οργής μέσα στο κεφάλι του. Κυρίως επειδή η γυναίκα είχε δίκιο.

«Μας έστησαν ενέδρα διακόσιοι, ίσως και τριακόσιοι, άντρες, Άρχοντα Πέριν, αλλά γνωρίζεις εξίσου καλά με μένα, απ’ όσα έχουμε ακούσει τουλάχιστον, πως θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει μια ντουζίνα συμμορίες, οι οποίες λυμαίνονται την επαρχία. Αν τους καταδιώξουμε μαζικά, πιθανόν να υποχρεωθούμε να δώσουμε μάχη με πολύ βαρύ τίμημα, χωρίς καν να γνωρίζουμε αν είναι όντως αυτοί που αιχμαλώτισαν την Αρχόντισσα σύζυγό σας. Δεν ξέρουμε καν αν ζει ακόμα. Αυτό πρέπει να μάθουμε πρώτα, Άρχοντα Πέριν, αλλιώς όλα τ’ άλλα είναι άχρηστα».

Αν ζει ακόμα. Ο Πέριν αναρρίγησε· η παγωνιά είχε τρυπώσει μέσα του, ξαφνικά. Στα κόκαλά του. Στην καρδιά του. Έπρεπε να είναι ζωντανή. Έπρεπε. Μα το Φως, έπρεπε να την αφήσει να έρθει μαζί του στα Άμπιλα. Το πρόσωπο της Ανούρα με το πλατύ στόμα ήταν μια μάσκα οίκτου, πλαισιωμένο από λεπτές Ταραμπονέζικες πλεξούδες. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως τα χέρια του τον πονούσαν, έτσι σφιχτά που κρατούσε τα ηνία. Χαλάρωσε κάπως τη λαβή και λύγισε τα δάχτυλά του μέσα στα σιδερόπλεκτα γάντια.

«Έχει δίκιο», είπε ήρεμα ο Ιλάυας, φέρνοντας λίγο πιο κοντά το ευνουχισμένο του ζώο. «Συγκρατήσου. Αν κάνεις καμιά ανοησία με τους Αελίτες, είναι σαν να υπογράφεις τη θανατική σου καταδίκη. Ίσως, μάλιστα, να πάρεις και κάμποσους άντρες στον λαιμό σου. Δεν έχει νόημα να πεθάνεις αφήνοντας τη σύζυγό σου αιχμάλωτη». Προσπάθησε να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του, αλλά ο Πέριν οσμιζόταν ήδη την ένταση στα λόγια του. «Όπως και να έχει, θα τη βρούμε, αγόρι μου. Μια τέτοια γυναίκα ίσως και να έχει ήδη δραπετεύσει και να έρχεται πεζή προς τα εδώ. Με αυτά που φοράει, ίσως της πάρει χρόνο. Οι ανιχνευτές της Πρώτης θα εντοπίσουν τα χνάρια της». Περνώντας τα τραχιά του δάχτυλα μέσα από τη μακριά του γενειάδα, ο Ιλάυας άφησε ένα γελάκι αποδοκιμασίας. «Αν δεν ανακαλύψω περισσότερα από τους Μαγιενούς, θα φάω τα ρούχα μου. Θα σ’ τη φέρουμε πίσω».

Ο Πέριν, όμως, δεν παρασύρθηκε από τα λόγια του. «Ναι», είπε τραχιά. Κανείς δεν είχε δραπετεύσει πεζός από τους Αελίτες. «Πήγαινε τώρα. Βιάσου». Δεν είχε παρασυρθεί διόλου. Ο άντρας περίμενε να ανακαλύψει το πτώμα της Φάιλε. Πιθανότατα, ήταν ακόμα ζωντανή, πράγμα που σήμαινε πως εξακολουθούσε να είναι αιχμάλωτη, αλλά καλύτερα φυλακισμένη, παρά...

Δεν μπορούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους όπως έκαναν με τους λύκους, αλλά ο Ιλάυας δίστασε σαν να κατάλαβε τις σκέψεις του Πέριν. Ωστόσο, δεν προσπάθησε να τις αρνηθεί. Το μουνούχι του κίνησε προς τα νοτιοανατολικά, τόσο γρήγορα όσο του επέτρεπε το χιόνι, κι ο Άραμ, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος του Πέριν, ακολούθησε τον Ιλάυας με πρόσωπο σκοτεινιασμένο. Ο πάλαι ποτέ Μάστορας δεν έτρεφε συμπάθεια για τον Ιλάυας, αλλά λάτρευε τη Φάιλε, κι όχι μόνο επειδή ήταν η σύζυγος του Πέριν.

Δεν υπάρχει λόγος να καταπονήσουν τα ζώα, αναλογίστηκε ο Πέριν κοιτώντας συνοφρυωμένος τις ράχες τους να ξεμακραίνουν. Ήθελε να τους αναγκάσει να τρέξουν. Ήθελε να τρέξει κι αυτός μαζί τους. Ένιωθε τσακισμένος. Αν οι άντρες επέστρεφαν με άσχημα νέα, θα κατέρρεε. Προς μεγάλη του έκπληξη, οι τρεις Πρόμαχοι σπιρούνισαν τα άτια τους κι αυτά ξεχύθηκαν προς το μέρος του Ιλάυας και του Άραμ, σηκώνοντας τριγύρω πίδακες χιονιού. Οι απλοί, μάλλινοι μανδύες ανέμισαν κι οι άντρες εναρμόνισαν την ταχύτητά τους μόλις τους σίμωσαν.

Ένευσε βεβιασμένα και γεμάτος ευγνωμοσύνη προς το μέρος της Μασούρι και της Σέονιντ, όπως επίσης προς την Εντάρα και την Καρέλ. Όποιος κι αν είχε κάνει την πρόταση, δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος είχε δώσει την άδεια. Αποτελούσε μέρος του ελέγχου που είχαν επιβάλει οι Σοφές να μην προσπαθήσει να αναλάβει καμιά αδελφή την αρχηγία. Το πιθανότερο είναι ότι πολύ θα το ήθελαν, αλλά τα γαντοφορεμένα τους χέρια παρέμεναν διπλωμένα πάνω στα μπροστάρια των σελών τους και καμιά δεν άφηνε να φανεί η ανυπομονησία της πέρα από ένα απλό βλεφάρισμα.

Δεν είχαν όλοι στραμμένα τα βλέμματά τους στη μεριά αυτών που ξεμάκραιναν. Η έκφραση της Ανούρα εναλλασσόταν, πότε ακτινοβολώντας συμπόνια προς το μέρος του Πέριν, πότε παρακολουθώντας τις Σοφές με την άκρη του ματιού της. Σε αντίθεση με τις δύο άλλες αδελφές, δεν είχε δώσει καμία υπόσχεση, παρ’ όλο που ήταν εξίσου επιφυλακτική σχετικά με τις Αελίτισσες. Το ένα μάτι του Γκαλίν ήταν στραμμένο προς την Μπερελαίν, περιμένοντας ένα σήμα της, για να τραβήξει το ξίφος που ήδη είχε αδράξει, ενώ η γυναίκα παρακολουθούσε με έντονο βλέμμα τον Πέριν, με πρόσωπο ήρεμο κι έκφραση αδιευκρίνιστη. Ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ είχαν τα κεφάλια τους ενωμένα, ρίχνοντας γοργές και βλοσυρές ματιές προς την κατεύθυνση του. Ο Μπάλγουερ ήταν εντελώς ακίνητος, σαν σπουργίτι πάνω σε σέλα, πασχίζοντας να γίνει αόρατος, αφουγκραζόμενος με ιδιαίτερη προσοχή.