Выбрать главу

Ο Αργκάντα τού έριξε μια κοφτερή ματιά, ξεφυσώντας άγρια. Το βλέμμα του πλανήθηκε ξανά, αυτή τη φορά προς το μέρος του Γκρέηντυ και του Νιλντ, κατόπιν καρφώθηκε πάλι στο πρόσωπο του Πέριν. «Όπως διατάζεις, Άρχοντά μου», είπε στρυφνά, Αναγκάζοντας το παρδαλό του άλογο να πάρει στροφή, φώναξε κάτι διαταγές στους αξιωματικούς του κι απομακρύνθηκε καλπάζοντας, πριν ακόμα αυτοί τις μεταφέρουν στους κατώτερούς τους. Οι Γκεαλντανοί αναχώρησαν σε παράταξη, ακολουθώντας τον Πρώτο Αξιωματικό τους. Κατευθύνονταν στον καταυλισμό τους, αν κι ήταν άγνωστο κατά πόσον ο Αργκάντα σκόπευε να παραμείνει εκεί κι αν τελικά θα έβγαινε σε καλό ή κακό κάτι τέτοιο.

«Το χειρίστηκες πολύ καλά, Πέριν», είπε η Μπερελαίν. «Δύσκολη κατάσταση, και μάλλον επώδυνη για σένα». Δεν ήταν διόλου τυπική τώρα. Ήταν μια απλή γυναίκα, γεμάτη συμπόνια και πονόψυχα χαμόγελα. Αυτή η Μπερελαίν μπορούσε να πάρει χίλιες διαφορετικές εκφράσεις.

Άπλωσε προς το μέρος του ένα χέρι με κόκκινο γάντι κι ο Πέριν τράβηξε προς τα πίσω τον Αναχαιτιστή πριν προλάβει να τον ακουμπήσει. «Σταμάτα πια, που να καείς!» γρύλισε. «Απήγαγαν τη γυναίκα μου! Δεν έχω καμία όρεξη για τα παιδιαρίσματά σου!»

Η γυναίκα τινάχτηκε πίσω, λες και την είχε χτυπήσει. Αναψοκοκκίνισε κι άλλαξε πάλι τακτική, έγινε ξανά δουλική και λυγερή πάνω στη σέλα της. «Δεν πρόκειται για παιδιαρίσματα, Πέριν», μουρμούρισε με φωνή πλούσια κι εύθυμη. «Δύο γυναίκες ερίζουν για χάρη σου, είσαι το έπαθλό τους, και θαρρώ πως κάτι τέτοιο θα έπρεπε να σε κολακεύει. Θα ήθελα την προσοχή σας, Άρχοντα Γκαλίν. Θαρρώ πως κι εμείς πρέπει να ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση μόλις δοθεί η διαταγή».

Ο μονόφθαλμος άντρας κίνησε προς το μέρος των Φτερωτών Φρουρών, στο πλευρό της, με το άλογό του να τριποδίζει όσο του επέτρεπε το χιόνι. Έγειρε προς τη μεριά της σαν να άκουγε κάποιες οδηγίες. Η Ανούρα έμεινε ακίνητη στη θέση της, αδράχνοντας τα ηνία της καφετιάς φοράδας της. Το στόμα της έμοιαζε με σχισμή ξυραφιού κάτω από τη γαμψή της μύτη. «Κάποιες φορές γίνεσαι εντελώς ανόητος, Πέριν Αϋμπάρα. Πολύ συχνά, είναι η αλήθεια».

Δεν καταλάβαινε καν για τι πράγμα του μιλούσε, κι ούτε τον ενδιέφερε. Υπήρχαν φορές που ενέδιδε στο παιχνίδι της Μπερελαίν να κυνηγήσει έναν παντρεμένο άντρα, άλλες φορές όμως έμοιαζε να το διασκεδάζει, κανονίζοντας τα έτσι, ώστε να βρεθεί η Μπερελαίν μόνη της μαζί του. Ήταν εκείνες τις στιγμές που τόσο η Πρώτη, όσο κι η Άες Σεντάι, τον αηδίαζαν. Σπιρουνίζοντας τον Αναχαιτιστή στα πλευρά, απομακρύνθηκε δίχως να πει λέξη.

Οι άντρες στην κορυφή του λόφου τού έκαναν χώρο να περάσει, σιγομουρμουρώντας μεταξύ τους και παρακολουθώντας τους λογχοφόρους κάτω από τα πόδια τους να προχωρούν προς τους καταυλισμούς τους, κι έκαναν ξανά χώρο, για να περάσουν οι Σοφές, οι Άες Σεντάι κι οι Άσα’μαν. Δεν έσπασαν τις γραμμές τους, ούτε μαζεύτηκαν γύρω του, όπως περίμενε, και τους ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Ολόκληρη η λοφοκορυφή μύριζε επιφυλακτικότητα. Το μεγαλύτερο μέρος της, τουλάχιστον.

Το χιόνι στην κορυφή του λόφου ήταν ποδοπατημένο, σε σημείο που κάποιες μπαλωματιές εδάφους ήταν καθαρές, με εξαίρεση μερικές παγωμένες συστάδες και περιστασιακά σημεία, που ο πάγος κάλυπτε σαν σεντόνι. Οι τέσσερις Σοφές που είχαν παραμείνει πίσω όταν ο Πέριν πήγε στα Άμπιλα στέκονταν μπροστά από μια χαμηλή Αελίτικη σκηνή, ψηλές κι ατάραχες γυναίκες με σκούρες, μάλλινες εσάρπες περασμένες γύρω από τους ώμους τους, παρακολουθώντας τις δύο αδελφές να ξεπεζεύουν μαζί με την Καρέλ και την Εντάρα, χωρίς —φαινομενικά— να δίνουν την παραμικρή σημασία σε όσα συνέβαιναν γύρω τους. Οι γκαϊ’σάιν, που τις υπηρετούσαν αντικαθιστώντας τους υπηρέτες, ασχολούνταν ήρεμα και πειθήνια με τις καθημερινές τους εργασίες, με τα πρόσωπό τους κρυμμένα στις βαθιές καλύπτρες των λευκών ενδυμάτων τους. Ένας από αυτούς, μάλιστα, τίναζε ένα χαλί κρεμασμένο από ένα σχοινί, που ήταν δεμένο ανάμεσα σε δύο δέντρα! Η μόνη ένδειξη από πλευράς Αελιτών ότι ήταν έτοιμοι για μάχη ήταν ο Γκαούλ κι οι Κόρες. Κάθονταν ανακούρκουδα, με τα σούφα τυλιγμένα γύρω από τα κεφάλια τους και με τις μαύρες καλύπτρες να κρύβουν τα πρόσωπά τους εκ ιός από τα μάτια, κρατώντας στα χέρια τους μικρά ακόντια κι ασπίδες καλυμμένες με τομάρι ταύρου. Μόλις ο Πέριν ξεπέζεψε, ανασηκώθηκαν.