Выбрать главу

Ο Ντάνιλ Λιούιν βάδισε τροχάζοντας προς το μέρος τους, μασουλώντας ανήσυχα το παχύ μουστάκι, που έκανε τη μύτη του να φαίνεται μεγαλύτερη απ’ όσο ήταν. Στο ένα χέρι κρατούσε το τόξο του και με το άλλο τοποθετούσε ένα βέλος στη φαρέτρα, η οποία ήταν κρεμασμένη στη ζώνη του. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, Πέριν», είπε με νευρική φωνή. Ο Ντάνιλ ήταν παρών στα Πηγάδια του Ντουμάι κι είχε αντιμετωπίσει τους Τρόλοκ στην πατρίδα του, αλλά τώρα έμοιαζε έξω από τα νερά του. «Δεν προλάβαμε να συνειδητοποιήσουμε τι γινόταν, κι εκείνοι οι Γκεαλντανοί είχαν ξεκινήσει ήδη, οπότε έστειλα τον Τζόνταϊν Μπάραν και δυο άλλους, τον Χίου Μάργουιν και τον Γκετ Άυλια, να πουν στους Καιρχινούς και στους υπηρέτες σας να φτιάξουν έναν κύκλο με τις άμαξες και να παραμείνουν στο εσωτερικό του — μια κι έπρεπε να απασχολήσω εκείνους τους τύπους που ακολουθούσαν την Αρχόντισσα Φάιλε όπου κι αν πήγαινε. Ήθελαν να την ψάξουν, αν και κανείς τους δεν ξέρει να ξεχωρίζει μια πατημασιά από μια βελανιδιά. Έτσι, έφερα όλους τους υπόλοιπους εδώ. Πίστευα πως αυτοί οι Γκεαλντανοί θα μας επιτίθονταν, μέχρι που η Πρώτη κατέφθασε με τους άντρες της. Θα πρέπει να είναι τρελοί, αν πιστεύουν πως έστω κι ένας από τους Αελίτες μας θα έκανε κακό στην Αρχόντισσα Φάιλε». Ακόμη κι όταν οι Διποταμίτες τού μιλούσαν άνετα, στη Φάιλε σχεδόν πάντα απευθύνονταν με τιμητικό τόνο.

«Και καλά έκανες, Ντάνιλ», είπε ο Πέριν πετώντας του τα γκέμια του Αναχαιτιστή. Ο Χίου κι ο Γκετ ήταν καλοί υλοτόμοι, κι ο Τζόνταϊν Μπάραν θα ακολουθούσε τον χθεσινό άνεμο. Ο Γκαούλ κι οι Κόρες είχαν αρχίσει να αναχωρούν ανά φάλαγγα. Εξακολουθούσαν να φορούν τις καλύπτρες τους. «Ένας ο τους τρεις άντρες να μείνει εδώ», είπε βιαστικά ο Πέριν στον Ντάνιλ· το ότι είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Αργκάντα δεν ήταν λόγος να πιστεύει πως ο άντρας είχε αλλάξει γνώμη. «Τους υπόλοιπους στείλ’ τους πίσω, να ετοιμάσουν τις αποσκευές. Θέλω να είμαστε όλοι έτοιμοι για αναχώρηση μόλις δώσω διαταγή».

Δίχως να περιμένει απάντηση, κίνησε βιαστικά να μπει μπροστά από τον Γκαούλ και να σταματήσει τον ψηλό άντρα, τοποθετώντας το χέρι του στο στήθος του. Για κάποιο λόγο, τα πράσινα μάτια του Γκαούλ στένεψαν πάνω από την καλύπτρα του. Η Σούλιν κι οι υπόλοιπες Κόρες, που ήταν παραταγμένες πίσω του, σηκώθηκαν σχεδόν στις μύτες των δακτύλων.

«Βρες την, Γκαούλ», είπε ο Πέριν. «Κάν’ το για μένα. Σας παρακαλώ όλους, βρείτε ποιος την πήρε. Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να ανιχνεύσει τους Αελίτες, αυτός είσαι εσύ».

Το σφίξιμο στα μάτια του Γκαούλ χάθηκε, τόσο ξαφνικά όσο είχε φανεί, κι οι Κόρες χαλάρωσαν με τη σειρά τους. Όσο, τουλάχιστον, είναι δυνατόν να χαλαρώσουν οι Αελίτισσες. Ήταν πολύ παράξενο. Δεν θα μπορούσαν με τίποτα να πιστέψουν πως τις κατηγορούσε με οποιονδήποτε τρόπο.

«Μια μέρα, όλοι μας ξυπνάμε από το όνειρο», είπε ευγενικά ο Γκαούλ, «αλλά, αν αυτή ονειρεύεται ακόμα, θα τη βρούμε. Αν, όμως, την πήραν οι Αελίτες, πρέπει να φύγουμε. Θα κινηθούν γρήγορα. Ακόμα... κι έτσι». Πρόφερε τη λέξη με αρκετή δόση αηδίας, κλωτσώντας έναν σβώλο χιόνι.

Ο Πέριν ένευσε κι έκανε βιαστικά στην άκρη, επιτρέποντας στον Αελίτη να περάσει τροχάζοντας. Αμφέβαλλε κατά πόσον θα μπορούσαν να διατηρήσουν την ίδια ταχύτητα, αλλά ήταν σίγουρος πως είχαν την ικανότητα να διατηρήσουν γοργό ρυθμό για περισσότερη ώρα από οποιονδήποτε άλλον. Καθώς οι Κόρες τον προσπερνούσαν, καθεμία πίεζε βιαστικά τα δάχτυλά της στην καλύπτρα πάνω από τα χείλη της και τον ακουμπούσε στον ώμο. Η Σούλιν, ακριβώς πίσω από τον Γκαούλ, του έκανε ένα νεύμα, αλλά καμία δεν μίλησε. Η Φάιλε θα ήξερε τι εννοούσαν όταν φιλούσαν τα δάχτυλά τους.

Καθώς οι τελευταίες Κόρες απομακρύνονταν, ο Πέριν αντιλήφθηκε πως υπήρχε και κάτι άλλο περίεργο σχετικά με την αναχώρηση τους. Άφηναν τον Γκαούλ να μπει επικεφαλής. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οποιαδήποτε από δαύτες θα προτιμούσε να τον καρφώσει με το δόρυ της, παρά να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Γιατί, λοιπόν...; Ίσως... Η Τσιάντ κι η Μπάιν ήταν μαζί με τη Φάιλε. Κι ο Γκαούλ μπορεί να μην έδινε δεκάρα για την Μπάιν, αλλά η Τσιάντ ήταν άλλο θέμα. Οι Κόρες σίγουρα δεν ενθάρρυναν και πολύ την ελπίδα του Γκαούλ, ότι η Τσιάντ θα παρατούσε τη λόγχη, για να τον παντρευτεί —αλίμονο!— αλλά ίσως και να έφταιγε αυτό, τελικά.

Ο Πέριν γρύλισε, αηδιασμένος με τον εαυτό του. Η Τσιάντ, η Μπάιν και ποιος άλλος; Θα μπορούσε να ρωτήσει, όσο τυφλωμένος κι αν ήταν από τον φόβο για την τύχη της Φάιλε. Αν επρόκειτο να τη φέρει πίσω, έπρεπε να στραγγαλίσει τον φόβο και να δει. Αυτό, όμως, ισοδυναμούσε με το να στραγγαλίσει ένα δέντρο.