Выбрать главу

Ο επίπεδος λόφος έβριθε από κόσμο τώρα. Κάποιος είχε ήδη απομακρύνει τον Αναχαιτιστή κι οι άντρες των Δύο Ποταμών απομακρύνονταν από τον δακτύλιο γύρω από το κορφοβούνι, προχωρώντας βιαστικά προς τον καταυλισμό τους, σαν ανάκατο ποτάμι, φωνάζοντας ο ένας στον άλλον τι θα έκανε αν επιτίθονταν οι ακοντιστές. Πού και πού, όλο και κάποιος ύψωνε τη φωνή του, ρωτώντας για τη Φάιλε, αν ήξερε κανείς κατά πόσον η Αρχόντισσα ήταν ασφαλής και προς τα πού θα έπρεπε να στρέψουν τις έρευνες τους, αλλά οι υπόλοιποι του έκαναν νόημα να σωπάσει, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές προς το μέρος του Πέριν. Καταμεσής όλης αυτής της πιλάλας, οι γκαϊ’σάιν ασχολούνταν ήρεμα με τις δουλειές τους. Το ίδιο θα έκαναν ακόμα κι αν η μάχη μαινόταν γύρω τους, χωρίς να κουνήσουν καν το δαχτυλάκι τους για να βοηθήσουν ή να εμποδίσουν κάτι, εκτός κι αν κάποιος τους πρόσταζε να σταματήσουν. Οι Σοφές είχαν αποσυρθεί στις σκηνές τους, μαζί με τη Σέονιντ και τη Μασούρι, κι οι πάνινες είσοδοι δεν ήταν απλώς κατεβασμένες αλλά δεμένες καλά. Δεν ήθελαν να τους ενοχλήσει κανείς. Αναμφίβολα, το θέμα της συζήτησης τους ήταν ο Μασέμα. Πιθανότατα, έψαχναν να βρουν τρόπο να τον σκοτώσουν χωρίς να μάθουν τίποτα ο Πέριν ή ο Ραντ.

Χτύπησε τη γροθιά του στην παλάμη του, θυμωμένος. Είχε σχεδόν ξεχάσει τον Μασέμα. Υποτίθεται ότι θα τον ακολουθούσε πριν πέσει η νύχτα, μαζί με εκείνη την τιμητική φρουρά των εκατό αντρών. Με λίγη τύχη, οι Μαγιενοί ανιχνευτές θα είχαν γυρίσει μέχρι τότε, ενώ λίγο αργότερα θα ακολουθούσαν ο Ιλάυας κι οι υπόλοιποι.

«Άρχοντα Πέριν;» είπε ο Γκρέηντυ πίσω του, κι ο Πέριν γύρισε. Οι δύο Άσα’μαν στέκονταν μπροστά από τα άλογά τους, με τα δάχτυλά τους να κινούνται σπασμωδικά πάνω στα γκέμια. Ο Γκρέηντυ πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε, με τον Νιλντ να νεύει καταφατικά. «Οι δυο μας μπορούμε να καλύψουμε αρκετή απόσταση, χρησιμοποιώντας το Ταξίδεμα. Αν, δε, ανακαλύψουμε αυτούς που την απήγαγαν, αμφιβάλλω κατά πόσον λίγες εκατοντάδες Αελίτες μπορούν να σταματήσουν δύο Άσα’μαν από το να την πάρουν πίσω».

Ο Πέριν ήταν έτοιμος να τους πει να ξεκινήσουν αμέσως, αλλά το μετάνιωσε. Ναι, ήταν αλήθεια πως ο Γκρέηντυ είχε υπάρξει αγρότης, ποτέ όμως κυνηγός ή ξυλοκόπος. Ο δε Νιλντ θεωρούσε ότι οποιοδήποτε μέρος δίχως πέτρινο τείχος ήταν χωριό. Μπορεί να είχαν την ικανότητα να ξεχωρίσουν ένα ίχνος από μια βελανιδιά, αλλά αν όντως έβρισκαν κάποια ίχνη, το πιθανότερο ήταν πως δεν θα μπορούσαν να πουν προς ποια κατεύθυνση οδηγούσαν. Φυσικά, μπορούσε να πάει μαζί τους. Δεν ήταν τόσο καλός όσο ο Τζόνταϊν, αλλά... Θα πήγαινε ούτως ή άλλως και θα άφηνε τον Ντάνιλ να τα βγάλει πέρα με τον Αργκάντα. Και με τον Μασέμα. Για να μην αναφέρουμε τις συνωμοσίες των Σοφών.

«Πηγαίνετε να ετοιμάσετε τα πράγματά σας», είπε ήσυχα. Πού ήταν ο Μπάλγουερ; Δεν φαινόταν πουθενά, κι ήταν μάλλον απίθανο να είχε βγει για κυνήγι, ψάχνοντας τη Φάιλε. «Ίσως η παρουσία σας είναι απαραίτητη εδώ».

Ο Γκρέηντυ βλεφάρισε έκπληκτος κι ο Νιλντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Ο Πέριν δεν τους έδωσε την ευκαιρία να φέρουν αντίρρηση. Κατευθύνθηκε δρασκελίζοντας στη χαμηλή σκηνή με τη δεμένη υφασμάτινη είσοδο. Δεν υπήρχε τρόπος να λύσει τα σχοινιά απ’ έξω. Όταν οι Σοφές αποφάσιζαν να μην τις ενοχλήσει κανείς, το εννοούσαν, και δεν τις ενδιέφερε αν αυτός που ήθελε να τις δει ήταν αρχηγός φυλής ή οποιοσδήποτε άλλος, συμπεριλαμβανομένου ενός υδρόβιου που έφερε τον τίτλο του Άρχοντα των Δύο Ποταμών. Τράβηξε το μαχαίρι της ζώνης του κι έσκυψε να κόψει τους κόμπους, αλλά πριν ακόμα γλιστρήσει τη λάμα του ανάμεσα στο σφιχτό διάκενο της υφασμάτινης εισόδου, αυτή κουνήθηκε, λες και κάποιος την έλυνε από μέσα. Όρθωσε το παράστημά του και περίμενε.

Η είσοδος της σκηνής άνοιξε και ξεπρόβαλε η Νέβαριν. Η εσάρπα της ήταν τυλιγμένη γύρω από τη ζώνη της, αλλά εκτός από την ομιχλώδη ανάσα της τίποτα άλλο δεν πρόδιδε πως επηρεαζόταν από τον παγερό αέρα. Τα πράσινα μάτια της εστίασαν στο μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του και στήριξε τις γροθιές της πάνω στους γοφούς της, κάτι που έκανε τα βραχιόλια της να κουδουνίσουν. Ήταν σχεδόν κοκαλιάρα, με μακριά μαλλιά στην απόχρωση της άμμου, δεμένα προς τα πίσω με ένα σκούρο διπλωμένο μαντίλι. Επιπλέον, ήταν πάνω από ένα χέρι ψηλότερη της Νυνάβε, μολονότι αυτό ακριβώς έκανε τον Πέριν να θυμάται τη δεύτερη όποτε έβλεπε τη Νέβαριν. Στάθηκε μπροστά του, εμποδίζοντας την είσοδό του στη σκηνή.

«Πολύ φουριόζος είσαι, Πέριν Αϋμπάρα». Η απαλή της φωνή ήταν ήρεμη, αλλά ο Πέριν είχε την εντύπωση πως πολύ θα ήθελε να τον χαστουκίσει. Όπως κι η Νυνάβε, δηλαδή. «Βέβαια, ίσως αυτό είναι κατανοητό, δεδομένων των συνθηκών. Τι θέλεις;»

«Πώς...;» Έκανε μια παύση για να καταπιεί. «Πώς θα τη μεταχειριστούν;»