«Δεν έχω ιδέα, Πέριν Αϋμπάρα». Δεν υπήρχε συμπόνια στο πρόσωπό της, το οποίο ήταν εντελώς ανέκφραστο. Οι Αελίτισσες μπορούσαν να δώσουν μερικά μαθήματα στις Άες Σεντάι σχετικά με αυτό το ζήτημα. «Είναι ενάντια στο έθιμο να αιχμαλωτίζετε τους υδρόβιους, με μόνη εξαίρεση τους Δενδροφονιάδες, αν κι αυτό έχει αλλάξει πια. Το ίδιο ισχύει και για τους αναίτιους φόνους. Πολλοί, όμως, αρνήθηκαν να αποδεχτούν τις αλήθειες που αποκάλυψε ο Καρ’α’κάρν. Κάποιους τους κατέβαλε η Μελαγχολία και πέταξαν τα ακόντιά τους, ωστόσο μπορούν να τα ξαναπιάσουν στα χέρια τους. Άλλοι, πάλι, απλώς έφυγαν, για να ζήσουν όπως πιστεύουν ότι θα έπρεπε να ζούμε όλοι μας. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ποια έθιμα διατηρήθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν από όσους άφησαν πίσω τους φυλή και σέπτα». Το μόνο συναίσθημα που φάνηκε στο πρόσωπό της ήταν μια χροιά αηδίας, μόλις άρθρωσε αυτά τα τελευταία λόγια περί φυλής και σέπτας.
«Μα το Φως, γυναίκα, όλο και κάτι θα ξέρεις! Αν μη τι άλλο, μπορείς να υποθέσεις κάποια πράγματα...»
«Μη γίνεσαι παράλογος», τον διέκοψε κοφτά. «Το συνηθίζουν αυτό οι άντρες σε παρόμοιες καταστάσεις, αλλά εμείς σε χρειαζόμαστε. Νομίζω πως οι υπόλοιποι υδρόβιοι δεν θα σχηματίσουν καλή γνώμη για σένα, αν αναγκαστούμε να σε δέσουμε μέχρι να ηρεμήσεις. Πήγαινε στη σκηνή σου. Αν δεν μπορείς να ελέγξεις τις σκέψεις σου, πιες μέχρι να μην μπορείς να σκεφτείς άλλο. Και μη μας ενοχλείς όταν έχουμε συμβούλιο». Η γυναίκα μπήκε γρήγορα μέσα στη σκηνή, έκλεισε το άνοιγμα κι άρχισε να το δένει όπως πριν.
Ο Πέριν απέμεινε να κοιτάει σκεπτικός το κλειστό άνοιγμα, διατρέχοντας με τον αντίχειρα τη λάμα του μαχαιριού του, το οποίο κατόπιν θηκάρωσε. Αν επέμενε να μπει, σίγουρα οι Σοφές θα του έκαναν αυτά με τα οποία τον είχε απειλήσει η Νέβαριν. Άσε που δεν θα του έλεγαν τίποτα απ’ όσα ήθελε να μάθει. Σε μια τέτοια κατάσταση, δεν πίστευε πως η γυναίκα ιού κρατούσε μυστικά. Όχι για τη Φάιλε, τουλάχιστον.
Στην κορυφή του λόφου επικρατούσε ηρεμία, μια κι οι περισσότεροι Διποταμίτες είχαν φύγει. Οι παραμένοντες, οι οποίοι εξακολουθούσαν να παρακολουθούν τον καταυλισμό των Γκεαλντανών από κάτω, χτυπούσαν τα πόδια τους στο έδαφος από το κρύο, αλλά κανείς δεν μιλούσε. Οι τρεχάτοι γκαϊ’σάιν δεν έβγαζαν τον παραμικρό ήχο. Τα δέντρα έκρυβαν ορισμένα σημεία του καταυλισμού των Γκεαλντανών και των Μαγιενών, αλλά ο Πέριν διέκρινε φορτωμένες καρότσες. Αποφάσισε να αφήσει μερικούς άντρες ως φρουρούς. Ο Αργκάντα ίσως προσπαθούσε να τον αποκοιμίσει. Ένας άντρας με τέτοια οσμή μπορεί και να ήταν... παράλογος, αποτελείωσε ψυχρά τη σκέψη του.
Δεν είχε να κάνει τίποτα άλλο στον λόφο, οπότε κίνησε να διανύσει την απόσταση μισού μιλίου μέχρι τη σκηνή του. Τη σκηνή που μοιραζόταν με τη Φάιλε. Περπατούσε σκοντάφτοντας, μια και το χιόνι που είχε μαζευτεί γύρω από τα πόδια του τον εμπόδιζε να προχωρήσει. Κρατούσε τον μανδύα τυλιγμένο γύρω του, τόσο για να μην τον τινάζει ο άνεμος, όσο και για ζεστασιά. Μα ζεστασιά δεν ένιωθε.
Ο καταυλισμός των Διποταμιτών έσφυζε από κινητικότητα όταν ο Πέριν έφτασε. Οι άμαξες εξακολουθούσαν να σχηματίζουν έναν μεγάλο κύκλο, φορτωμένες με άντρες και γυναίκες από τα κτήματα του Ντομπραίν στην Καιρχίν, ενώ άλλοι σαμάρωναν τα άλογα. Με τέτοιο βάθος χιονιού, οι ρόδες των αμαξιών θα γλιστρούσαν μέσα στη λασπουριά, οπότε τις είχαν δέσει στα πλάγια, αντικαθιστώντας τες με ζεύγη από πλατιά ξύλινα έλκηθρα. Φασκιωμένοι, για να προστατευτούν από αυτόν τον καιρό, τόσο που μερικοί έμοιαζαν διπλάσιοι σε όγκο, οι Καιρχινοί δεν έκαναν ούτε μια παύση για να τον κοιτάξουν, αλλά όποιος από τους άντρες των Δύο Ποταμών τον έβλεπε και σταματούσε για να τον κοιτάξει πιο προσεχτικά, δεχόταν το τσίγκλισμα κάποιου άλλου που τον παρότρυνε να προχωρήσει. Ευτυχώς για τον Πέριν, κανείς δεν του μίλησε, παρά τη συμπόνια στα βλέμματά τους. Ήταν σίγουρος πως, αν κάποιος του απηύθυνε τον λόγο, θα κατέρρεε και θα έβαζε τα κλάματα.
Καταπώς φαινόταν, δεν υπήρχε τίποτα να κάνει ούτε εδώ. Η τεράστια σκηνή του —δική του και της Φάιλε— είχε ήδη ξεστηθεί και βρισκόταν πάνω σε μια άμαξα, μαζί με τα περιεχόμενά της. Ο Μπέηζελ Γκιλ βάδιζε κατά μήκος των αμαξών κρατώντας στα χέρια του μια μεγάλη λίστα. Ο ρωμαλέος άντρας είχε αναλάβει καθήκοντα σαμπαγιάν, διευθύνοντας το σπιτικό της Φάιλε, όπως και του Πέριν, σαν σκίουρος σε αποθήκη με καλαμπόκι. Ωστόσο, συνηθισμένος καθώς ήταν πιότερο στις πόλεις παρά στα ταξίδια εκτός των τειχών, υπέφερε από το κρύο και, εκτός του μανδύα, είχε περασμένο γύρω από τον λαιμό του ένα χοντρό μαντίλι, φορούσε ένα καπέλο με χαλαρό γείσο καθώς και βαριά, μάλλινα γάντια. Για κάποιο λόγο, ο Γκιλ μόρφασε μόλις τον είδε και μουρμούρισε κάτι σχετικά με την επίβλεψη των αμαξών πριν ξεμακρύνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Παράξενο.