Выбрать главу

Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του Πέριν, ο οποίος, βρίσκοντας κάπου εκεί κοντά τον Ντάνιλ, τον πρόσταξε να αντικαθίσταται κάθε άντρας του λόφου ανά μία ώρα και να φροντίσει να τρώνε όλοι οι άντρες ζεστά γεύματα.

«Φρόντισε πρώτα τους άντρες και τα άλογα», ακούστηκε μια λεπτή αλλά δυνατή φωνή. «Μετά, όμως, πρέπει να φροντίσεις και τον εαυτό σου. Υπάρχει ζεστή σούπα στο καζάνι, καθώς επίσης κι ένα είδος ψωμιού, ενώ έβαλα στην άκρη λίγο καπνιστό χοιρομέρι. Η γεμάτη κοιλιά δεν θα σε κάνει να φαίνεσαι σαν φονιάς που βγήκες παγανιά».

«Σε ευχαριστώ, Λίνι», είπε. Φονιάς που βγήκε παγανιά; Μα το Φως, πιο πολύ πεθαμένος ένιωθε παρά φονιάς. «Θα φάω σε λίγο».

Η αρχιϋπηρέτρια της Φάιλε ήταν μια, φαινομενικά, ασθενική γυναίκα, με δέρμα σαν περγαμηνή κι άσπρα μαλλιά, δεμένα σε κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της, αλλά ήταν ευθυτενής και τα μαύρα της μάτια καθαρά και διαπεραστικά. Ωστόσο, η ανησυχία σχημάτιζε ζάρες στο μέτωπό της και τα νευρώδη χέρια της είχαν αδράξει πολύ σφιχτά τον μανδύα της. Σίγουρα θα ανησυχούσε για τη Φάιλε, αν και...

«Η Μάιντιν ήταν μαζί της», είπε ο Πέριν, και δεν χρειαζόταν το νεύμα της. Φαίνεται πως η Μάιντιν ήταν πάντα μαζί με τη Φάιλε. Θησαυρό, έτσι την αποκαλούσε η Φάιλε. Η δε Λίνι φαίνεται πως θεωρούσε τη γυναίκα θυγατέρα της, αν και μερικές φορές η Μάιντιν δεν έμοιαζε να το απολαμβάνει τόσο όσο η Λίνι. «Θα τις φέρω πίσω», υποσχέθηκε ο Πέριν. «Όλες τους». Η φωνή του σχεδόν έσπασε με τις τελευταίες λέξεις. «Συνεχίστε τη δουλειά σας», εξακολούθησε τραχιά και βιαστικά. «Θα φάω σε λιγάκι. Πρέπει πρώτα να... να...» Ξεμάκρυνε δίχως να αποτελειώσει την πρόταση του.

Δεν υπήρχε κάτι για να επιβλέψει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι εκτός από τη Φάιλε. Ούτε που ήξερε καλά-καλά πού πήγαινε, μέχρι που τα βήματα του τον οδήγησαν έξω από τον κύκλο των αμαξών.

Εκατό βήματα πέρα από τις γραμμές των αλόγων, μια χαμηλή πέτρινη ράχη ξεπεταγόταν σαν μαύρη κορυφή μέσα από το χιόνι. Από εκεί. θα είχε τη δυνατότητα να διακρίνει τα ίχνη που άφησαν ο Ιλάυας κι οι υπόλοιποι. Από εκεί, θα τους έβλεπε να επιστρέφουν.

Η μύτη του τον ενημέρωσε πως δεν ήταν μόνος, αρκετά πριν φτάσει στο στενό κορφοβούνι της ράχης, μαρτυρώντας του επίσης ποιος βρισκόταν εκεί πάνω. Ο άλλος άντρας δεν άκουγε, παρ’ όλο που ο Πέριν βάδιζε θορυβωδώς προς την κορυφή, και ξαφνικά πήδησε όρθιος από την κουλουριαστή του θέση. Τα γαντοφορεμένα χέρια του Τάλανβορ έπιασαν σφιχτά τη λαβή του μακρόστενου σπαθιού του κι ο ίδιος κοίταξε κάπως αβέβαια τον Πέριν. Ήταν ψηλός άντρας, σκληραγωγημένος από τη ζωή, και συνήθως με υπερβολική αυτοπεποίθηση. Ίσως περίμενε να ακούσει τον εξάψαλμο επειδή δεν ήταν παρών όταν απήχθη η Φάιλε, παρ’ όλο που η ίδια τον είχε απορρίψει ως σωματοφύλακα, δεν ήθελε καν να έχει σωματοφύλακα. Εκτός, τουλάχιστον, από την Μπάιν και την Τσιάντ, που μάλλον δεν μετρούσαν. Ίσως πάλι σκέφτηκε πως θα τον έστελναν πίσω, στις άμαξες, για να μείνει μόνος του ο Πέριν. Ο Πέριν πάσχισε, έτσι ώστε να μοιάζει όσο το δυνατόν λιγότερο με —πώς το είχε πει η Λίνι;— φονιά που βγήκε παγανιά; Ο Τάλανβορ αγαπούσε τη Μάιντιν κι, αν έβγαιναν σωστές οι υποψίες της Φάιλε, σύντομα θα την παντρευόταν. Ο άντρας είχε κάθε δικαίωμα να επαγρυπνεί.

Στάθηκαν κι οι δυο τους εκεί, πάνω στη ράχη, με το λυκόφως να ζυγώνει και το χιονισμένο δάσος, που παρακολουθούσαν, σε πλήρη ακινησία. Το σκοτάδι έπεσε χωρίς να κινείται τίποτα, χωρίς καν τον Μασέμα, αν κι ο Πέριν ούτε που τον σκεφτόταν. Το μισογεμάτο φεγγάρι έλαμπε λευκό πάνω στο χιόνι, φωτίζοντας σχεδόν όσο κι αν ήταν ολόγιομο, μέχρι που τα ταξιδιάρικα σύννεφα άρχισαν να το κρύβουν κι οι φεγγαροσκιές μάκρυναν πάνω στο χιόνι, όλο και πιο πυκνές. Με ένα ξερό θρόισμα, άρχισε να πέφτει χιόνι. Το χιόνι που μπορούσε κάλλιστα να θάψει χνάρια ανθρώπων και αμαξών. Σιωπηλοί μέσα στο κρύο, οι δύο άντρες στάθηκαν εκεί, παρακολουθώντας το τοπίο στη χιονόπτωση, αναμένοντας, ελπίζοντας.

3

Έθιμα

Από την πρώτη κιόλας ώρα της σύλληψης της, η Φάιλε ανησυχούσε για τυχόν κρυοπαγήματα, καθώς πάσχιζε να διασχίσει το χιονισμένο δάσος. Αύρες αναδεύονταν κι έσβηναν, αναδεύονταν κι έσβηναν. Ελάχιστα από τα σκόρπια δέντρα είχαν ακόμα φύλλωμα, κι αυτό κρεμόταν από τα κλαριά καφετί και νεκρό. Οι αύρες στριφογύριζαν ανενόχλητες μέσα στο δάσος, κι όσο αδύναμες κι αν ήταν οι ριπές του ανέμου, έφερναν παγωνιά. Δεν σκεφτόταν ιδιαίτερα τον Πέριν, παρά μόνο με την ελπίδα ότι ο άντρας της είχε πληροφορηθεί με κάποιον τρόπο τις μυστικές δοσοληψίες του Μασέμα. Και των Σάιντο, φυσικά. Έστω κι αν αυτή η τσούλα, η Μπερελαίν, ήταν το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να τον πληροφορήσει σχετικά. Ήλπιζε η Μπερελαίν να είχε γλιτώσει από την ενέδρα και να είχε πει στον Πέριν τα πάντα. Και, μετά, να είχε πέσει σε καμιά τρύπα και να είχε σπάσει τον λαιμό της. Τώρα όμως, είχε πολύ πιο σημαντικές έγνοιες από αυτή για τον σύζυγό της. Είχε αποκαλέσει αυτόν τον καιρό φθινοπωρινό, παρ’ όλο που το φθινόπωρο της Σαλδαία ήταν ικανό να σκοτώσει κόσμο, κι από τα αρχικά της ρούχα διατηρούσε μόνο τις σκούρες μάλλινες κάλτσες της. Είχαν χρησιμοποιήσει τη μία, για να τη δέσουν πισθάγκωνα, ενώ η δεύτερη είχε δεθεί γύρω από τον λαιμό της, παίζοντας τον ρόλο του λουριού. Τα γενναία λόγια ήταν άχρηστο κάλυμμα για τη γυμνωμένη επιδερμίδα. Ήταν τόσο παγωμένη, που δεν μπορούσε καν να ιδρώσει, ωστόσο τα πόδια της σύντομα πόνεσαν από την προσπάθεια να διατηρεί μια λογική απόσταση από αυτούς που την είχαν αιχμαλωτίσει. Η φάλαγγα των Σάιντο, άντρες και Κόρες καλυμμένες με βέλα, επιβράδυνε την πορεία της όταν το χιόνι έφτασε έως τα γόνατά τους, αλλά μόλις αραίωσε πάλι μέχρι τους αστραγάλους τους, επανήλθαν στον σταθερό τους βηματισμό. Έμοιαζαν ακούραστοι. Τα άλογα δεν θα μπορούσαν να κινηθούν ταχύτερα. Ανατριχιάζοντας από το κρύο, η Φάιλε αγκομαχούσε στην άκρη του λουριού της, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να καταπιεί αέρα μέσα από δόντια που εις μάτην πάσχιζε να τα κάνει να μην τρίζουν.