Выбрать главу

Οι Σάιντο ήταν λιγότεροι απ’ ό,τι είχε υπολογίσει στη διάρκεια της επίθεσης, ίσως όχι παραπάνω από εκατόν πενήντα, σκέφτηκε, και σχεδόν όλοι κουβαλούσαν ακόντια και τόξα. Η πιθανότητα να τους αιφνιδιάσει κάποιος ήταν ελάχιστη. Βρίσκονταν συνεχώς σε επαγρύπνηση και προχωρούσαν σαν φαντάσματα μες στη σιωπή, η οποία διακοπτόταν πού και πού από τον τριζάτο ήχο του χιονιού κάτω από τις μαλακές μπότες τους, που τους έφταναν έως το γόνατο. Οι πράσινες, γκρίζες και καφετιές φορεσιές ξεχώριζαν στο λευκό τοπίο. Το πράσινο είχε προστεθεί στο καντιν’σόρ από τότε που διέσχισαν το Δρακότειχος, έτσι τουλάχιστον της είχαν αναφέρει η Μπάιν κι η Τσιάντ, για να χρησιμεύει ως παραλλαγή στις πρασινάδες των περιοχών εκείνων. Γιατί δεν πρόσθεσαν και το λευκό, για τον χειμώνα; Έτσι όπως ήταν ντυμένοι, ξεχώριζαν από απόσταση. Προσπάθησε να παρατηρεί τα πάντα, να θυμάται όσο το δυνατόν περισσότερα που θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμα αργότερα, όταν θα έφτανε η ώρα να δραπετεύσει. Ήλπιζε να έκαναν το ίδιο κι οι αιχμάλωτες συντρόφισσές της. Ο Πέριν σίγουρα θα εξαπέλυε ανθρωποκυνηγητό, αλλά η σκέψη της διάσωσης δεν περιλαμβανόταν στους υπολογισμούς της. Αν περιμένεις να διασωθείς, μπορεί να περιμένεις επ’ άπειρον. Εξάλλου, έπρεπε να δραπετεύσουν το συντομότερο δυνατόν, προτού οι απαγωγείς τους ενώνονταν με τις υπόλοιπες δυνάμεις των Σάιντο. Δυσκολευόταν να βρει λύση, αλλά σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος. Το μόνο καλό ήταν πως ο κύριος όγκος των Σάιντο μάλλον βρισκόταν μέρες μακριά. Στο συγκεκριμένο κομμάτι της Αμαδισία επικρατούσε χάος, αλλά αποκλείεται να υπήρχαν εκεί χιλιάδες Σάιντο χωρίς η ίδια να έχει πάρει είδηση κάτι.

Κάποια στιγμή, νωρίτερα, προσπάθησε να ρίξει μια ματιά στις γυναίκες που είχαν αιχμαλωτιστεί μαζί της, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να σκοντάψει σε μια χιονισμένη πλαγιά. Μισοθαμμένη ακόμα στη λευκή πούδρα, αισθάνθηκε να της κόβεται η ανάσα, αφ’ ενός από το παγερό ξάφνιασμα κι αφ’ ετέρου από τον ογκώδη Σάιντο, που κρατούσε το λουρί της κι ο οποίος την τράβηξε, για να τη στηρίξει ξανά στα πόδια της. Πλατύστερνος όσο ο Πέριν κι ένα κεφάλι ψηλότερος, ο Ρόλαν απλά τη σήκωσε αρπάζοντας την από μια τούφα μαλλιά, κι έπειτα την ανάγκασε να κινηθεί ξανά, ραπίζοντας με δύναμη τα γυμνά της οπίσθια, ενώ ο ίδιος επανήλθε στον γνωστό του διασκελισμό, που την ανάγκαζε να περπατάει γρήγορα. Το ράπισμα θα μπορούσε να αναγκάσει ακόμα κι ένα πόνυ να κινηθεί. Παρά τη γύμνια της, τα γαλανά μάτια του Ρόλαν δεν αντικατόπτριζαν το βλέμμα ενός άντρα που κοιτούσε μια γυναίκα. Η Φάιλε αισθανόταν εν μέρει ευγνώμων κι εν μέρει... ξαφνιασμένη, αν και κάπως αόριστα. Σίγουρα δεν είχε καμιά όρεξη να την κοιτάζουν λάγνα ή, έστω, με ενδιαφέρον, αλλά αυτές οι ανέκφραστες ματιές καταντούσαν σχεδόν προσβλητικές! Έπειτα από αυτό το περιστατικό, πρόσεχε να μην πέσει ξανά, αν και, καθώς οι ώρες περνούσαν χωρίς την παραμικρή στάση στην πορεία τους, το να παραμείνει όρθια απαιτούσε όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια.

Αρχικά, ανησυχούσε για το ποια μέρη του κορμιού της θα πάγωναν πρώτα, αλλά όσο το πρωινό παραχωρούσε τη θέση του στο απόγευμα, χωρίς η φάλαγγα να έχει κάνει καμία στάση, όλη της η προσοχή επικεντρώθηκε στα πόδια της. Τα πόδια του Ρόλαν κι όσων προπορεύονταν άνοιγαν ένα είδος μονοπατιού, ωστόσο η χιονένια κρούστα σχημάτιζε κοφτερές άκρες κι η γυναίκα άφηνε κόκκινες κηλίδες που πάγωναν μαζί με τα χνάρια της. Το χειρότερο όμως ήταν το ίδιο το κρύο. Είχε δει κρυοπαγήματα. Πόσο θα άντεχε ακόμα μέχρι οι πατούσες της να γίνουν μαύρες; Τρικλίζοντας, τέντωνε το κάθε της πόδι καθώς το άπλωνε μπροστά, τρίβοντας διαρκώς τα χέρια της μεταξύ τους. Τα δάχτυλα χεριών και ποδιών αποτελούσαν τον χειρότερο κίνδυνο, μολονότι οποιοδήποτε εκτεθειμένο μέρος του σώματος δεν βρισκόταν σε καλύτερη μοίρα. Για το πρόσωπο και το υπόλοιπο κορμί της μόνο να ελπίζει μπορούσε. Το τέντωμα πονούσε, κι ένιωθε τις πληγές των ποδιών της να καίνε, αλλά οποιαδήποτε αίσθηση ήταν καλύτερη από το τίποτα. Όταν θα έφτανε η στιγμή που δεν θα ένιωθε πια το παραμικρό, ο χρόνος που θα της απέμενε θα ήταν πολύ λίγος. Τέντωμα και δρασκελιά, τέντωμα και δρασκελιά. Ήταν η μόνη σκέψη που γέμιζε το νου της. Συνέχισε να προχωράει με τρεμάμενα πόδια, πασχίζοντας να μην παγώσουν τα άνω και κάτω άκρα της. Συνέχισε να προχωράει.