Ξάφνου, σκόνταψε κι έπεσε πάνω στον Ρόλαν, αναπηδώντας λαχανιασμένη από το πλατύ του στήθος. Κάτι παραπάνω από μισοζαλισμένη, δεν αντιλήφθηκε ότι ο άντρας είχε σταματήσει, κάτι που είχαν κάνει κι οι υπόλοιποι που προπορεύονταν, μερικοί εκ των οποίων κοιτούσαν προς τα πίσω, ενώ άλλοι ήταν στραμμένοι μπροστά, σε επιφυλακή, με τα όπλα προτεταμένα σαν να περίμεναν επίθεση. Μόνο αυτό πρόλαβε να δει, πριν ο Ρόλαν την αδράξει ξανά από μια τούφα μαλλιά και σκύψει να τη σηκώσει από το ένα πόδι. Μα το Φως, αυτός ο άντρας όντως της συμπεριφερόταν σαν να ήταν πόνυ!
Αποδεσμεύοντας το χέρι του από τα μαλλιά της κι από το πόδι της, γλίστρησε το μπράτσο του γύρω από τα δυο της πόδια και την επόμενη στιγμή η όρασή της θόλωσε, καθώς ο άντρας την τοποθετούσε στους ώμους του, με το κεφάλι κάτω, πλάι στο κεράτινο τόξο που ήταν θηκαρωμένο στην πλάτη του. Η αγανάκτηση την έπνιξε, καθώς τη μετακινούσε από δω κι από κει, μέχρι να βρει την πιο βολική θέση για να την κουβαλήσει, αλλά η Φάιλε κατέπνιξε τα αισθήματά της πριν ακόμα εκδηλωθούν. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, ούτε ο κατάλληλος τόπος για κάτι τέτοιο. Το μόνο που είχε σημασία. ήταν ότι τα πόδια της, επιτέλους, δεν ακουμπούσαν πάνω στο χιόνι. Επιπλέον, ανάσαινε και πάλι κανονικά. Πάντως, θα μπορούσε να την προειδοποιήσει.
Καταβάλλοντας προσπάθεια, ανασήκωσε τον λαιμό της, έτσι ώστε να μπορεί να κοιτάζει τις συντρόφισσές της, κι αισθάνθηκε ανακούφιση που ήταν όλες εκεί. Γυμνές αιχμάλωτες, πράγματι, αλλά ήταν σίγουρη πως μόνο ένα πτώμα θα έμενε πίσω. Οι υπόλοιπες, που περπατούσαν, είχαν για λαιμαριές λωρίδες από κάλτσες ή κουρέλια κομμένα από τα χαμένα τους ρούχα, ενώ οι περισσότερες ήταν δεμένες πισθάγκωνα. Η Αλιάντρε είχε πάψει πια να προσπαθεί να διπλωθεί στα δύο για να θωρακίσει τον εαυτό της. Η Βασίλισσα της Γκεάλνταν είχε άλλες έγνοιες τώρα, σημαντικότερες από τη σεμνότητα. Τρέμοντας και λαχανιάζοντας, θα είχε σωριαστεί από ώρα, αν ο κοντόχοντρος Σάιντο, που εξέταζε τις πατούσες των ποδιών της, δεν τη στήριζε από τους δεμένους της αγκώνες. Το να είναι ένας Αελίτης κοντόχοντρος σήμαινε πως μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από τα πιο πολλά μέρη, αν και θα τον μαρτυρούσαν οι ώμοι του, που ήταν σχεδόν εξίσου φαρδιοί με του Ρόλαν. Τα μαύρα μαλλιά, που έπεφταν στην πλάτη της Αλιάντρε, ανέμιζαν, και το πρόσωπό της ήταν καταβεβλημένο. Πίσω της, η Μάιντιν έμοιαζε να έχει τα ίδια χάλια. Πάσχιζε να ανασάνει, και τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της ήταν ανάκατα, ενώ τα γαλανά της μάτια κοιτούσαν στο πουθενά. Ωστόσο, κατάφερνε να στέκεται όρθια από μόνη της, με μια κοκαλιάρα Κόρη να της στηρίζει το πόδι. Όλως περιέργως, η υπηρέτρια της Φάιλε έμοιαζε πιο πολύ με βασίλισσα απ’ ό,τι η Αλιάντρε, αν κι ατημέλητη βασίλισσα.
Συγκριτικά, η Μπάιν κι η Τσιάντ δεν έδειχναν να βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από τους Σάιντο, παρ’ όλο που το μάγουλο της Τσιάντ ήταν κιτρινισμένο και πρησμένο από το χτύπημα που είχε δεχτεί όταν τις απήγαγαν, ενώ το μαύρο αίμα που είχε σβολιάσει πάνω στα κοντά, φλογάτα μαλλιά της Μπάιν κι είχε απλωθεί στο πρόσωπό της έμοιαζε να έχει παγώσει. Κακό αυτό. Θα μπορούσε να αφήσει σημάδι. Οι δύο Κόρες, εντούτοις, δεν δυσκολεύονταν να πάρουν ανάσα κι είχαν ακόμα δύναμη να σηκώσουν τα πόδια τους για εξέταση. Μονάχα αυτές απ’ όλους τους αιχμαλώτους δεν ήταν δεμένες — εκτός από το έθιμο, που ήταν πιο δυνατό από τις αλυσίδες. Είχαν αποδεχτεί ήρεμα τη μοίρα τους, να υπηρετήσουν δηλαδή τους κύριούς τους ως γκαϊ’σάιν για ένα χρόνο και μια μέρα. Η Μπάιν κι η Τσιάντ ίσως αποδεικνύονταν χρήσιμες στην απόδραση —αν κι η Φάιλε δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον τις περιόριζε το έθιμο— αλλά οι ίδιες δεν υπήρχε περίπτωση να προσπαθήσουν να το σκάσουν.