Выбрать главу

Οι τελευταίες αιχμάλωτες, η Λασίλ κι η Αρρέλα, πάσχιζαν να μιμηθούν τις Κόρες, φυσικά, με μέτρια αποτελέσματα. Ένας ψηλός Αελίτης είχε πάρει παραμάσχαλα τη μικροκαμωμένη Λασίλ, για να εξετάσει τις πατούσες της, ενώ η αίσθηση της ταπείνωσης κηλίδωνε με πορφυρό χρώμα τα ωχρά της μάγουλα. Η Αρρέλα ήταν ψηλή, αλλά οι δύο Κόρες που την επέβλεπαν ήταν ψηλότερες από τη Φάιλε, και μεταχειρίζονταν τη Δακρυνή γυναίκα με παγερή ευκολία. Ένα κατσούφιασμα διαστρέβλωνε το σκοτεινό της πρόσωπο όταν την τσιγκλούσαν, αλλά ίσως έφταιγε κι η γοργή χειρομιλία που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους. Η Φάιλε ήλπιζε να μη δημιουργήσει πρόβλημα, όχι τώρα τουλάχιστον. Κάθε μέλος των Τσα Φάιλε προσπαθούσε να συμπεριφερθεί σαν Αελίτισσα, να ζήσει όπως νόμιζε ότι ζουν οι Αελίτες, αλλά η Αρρέλα ήθελε πραγματικά να γίνει Κόρη κι είχε πικραθεί από το γεγονός πως η Σούλιν κι οι υπόλοιπες δεν της είχαν μάθει χειρομιλία. Θα ένιωθε πολύ χειρότερα αν μάθαινε πως η Μπάιν κι η Τσιάντ είχαν διδάξει κάποια πράγματα στη Φάιλε. Όχι αρκετά για να καταλάβει κάθε λέξη που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι Κόρες, αλλά ικανοποιητικά. Όσα, τουλάχιστον, αδυνατούσε να κατανοήσει η Αρρέλα. Πίστευαν πως η υδρόβια ήταν μαλθακή και παραχαϊδευμένη, κι αυτό την έκανε έξαλλη.

Όπως αποδείχτηκε, η Φάιλε δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για την Αρρέλα. Η Δακρυνή έγινε άκαμπτη όταν μια από τις Κόρες την ανασήκωσε, για να την ακουμπήσει στον έναν ώμο —προσποιούμενη πως τρικλίζει, η βαρυφορτωμένη γυναίκα χρησιμοποίησε το ελεύθερο χέρι της, για να μεταδώσει ένα μήνυμα, το οποίο έκανε την άλλη Κόρη να σκάσει στα γέλια πίσω από την καλύπτρα της— αλλά ύστερα από μια ματιά προς το μέρος της Μπάιν και της Τσιάντ, που ήδη αναπαύονταν μπρούμυτα και πειθήνια στους ώμους ενός Αελίτη, η Αρρέλα σκυθρώπιασε κι αφέθηκε να κρεμαστεί άτονα. Η Λασίλ έσκουξε, όταν ο τεράστιος άντρας που την κρατούσε τη γύρισε απότομα, για να την τοποθετήσει στην ίδια θέση, αλλά ύστερα από αυτό ηρέμησε, παρ’ όλο που το πρόσωπό της εξακολουθούσε να είναι αναψοκοκκινισμένο. Υπήρχαν κάποια πλεονεκτήματα στο να προσπαθείς να μιμηθείς μια Αελίτισσα.

Η Αλιάντρε κι η Μάιντιν, ωστόσο, οι τελευταίες γυναίκες που θα περίμενε η Φάιλε να δημιουργήσουν προβλήματα, ήταν εντελώς διαφορετικό θέμα. Μόλις συνειδητοποίησαν τι ακριβώς συνέβαινε, άρχισαν να παλεύουν άγρια. Όχι ότι επρόκειτο για καμιά σοβαρή μάχη, καθώς κι οι δύο γυναίκες ήταν γυμνές, ξεθεωμένες και με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, αλλά στριφογύριζαν διαρκώς, φώναζαν και κλωτσούσαν όποιον τις προσέγγιζε, η δε Μάιντιν βύθισε τα δόντια της στο χέρι ενός απρόσεκτου Αελίτη και κρεμάστηκε εκεί σαν κυνηγόσκυλο.

«Σταματήστε, ανόητες!» φώναξε η Φάιλε. «Αλιάντρε! Μάιντιν! Αφήστε τους να σας κουβαλήσουν! Κάντε αυτό που σας λέω!» Ούτε η υπηρέτριά της όμως, ούτε η υποτελής της έδωσαν την παραμικρή σημασία στα λόγια της. Η Μάιντιν γρύλιζε σαν λιοντάρι, έτσι όπως κρατούσε στο στόμα της το χέρι του Αελίτη, ενώ η Αλιάντρε είχε υποκύψει, αλλά εξακολουθούσε να ουρλιάζει και να τινάζει τα πόδια της. Η Φάιλε άνοιξε το στόμα της, για να τους δώσει άλλη μία διαταγή.

«Οι γκαϊ’σάιν θα ησυχάσουν», μούγκρισε ο Ρόλαν, ραπίζοντάς την ξανά με δύναμη στα οπίσθια.

Η γυναίκα έτριξε τα δόντια της και μουρμούρισε κάτι που δεν ακούστηκε καλά, πράγμα που της «εξασφάλισε» ένα ακόμα πυγοράπισμα! Ο άντρας τής είχε πάρει τα μαχαίρια και τα είχε βάλει πίσω από τη ζώνη του. Αν μπορούσε να αδράξει ένα έστω...! Όχι. Όσα κι αν έπρεπε να περάσει, θα τα υπέμενε. Σκόπευε να δραπετεύσει, όχι να αναλωθεί σε ενέργειες χωρίς νόημα.

Η Μάιντιν κράτησε λίγο παραπάνω απ’ ό,τι η Αλιάντρε, μέχρι που δύο γεροδεμένοι άντρες —τόσοι χρειάστηκαν— κατάφεραν να αποσπάσουν τα σαγόνια της από το χέρι του Σάιντο. Προς μεγάλη έκπληξη της Φάιλε, ο πληγωμένος άντρας, αντί να χαστουκίσει τη Μάιντιν, τίναξε το αίμα από το χέρι του και γέλασε! Όχι πως κάτι τέτοιο θα την έσωζε. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, η υπηρέτρια της Φάιλε βρέθηκε πεσμένη μπρούμυτα στο χιόνι, δίπλα στη Βασίλισσα. Είχαν ελάχιστες στιγμές στη διάθεση τους για να πάρουν μια ανάσα και να σφαδάσουν από την πρόσθετη παγωνιά. Δύο Σάιντο, η μία εξ αυτών Κόρη, φάνηκαν να βγαίνουν από τα γύρω δέντρα, γδέρνοντας απολειφάδια κλαδιών από κάτι μακρόστενες βέργες με τα βαριά μαχαίρια της ζώνης τους. Ένα πόδι έπεσε βαρύ ανάμεσα στις ωμοπλάτες των δύο γυναικών, μια γροθιά πάνω στους δεμένους αγκώνες, για να ανασηκώσει τα χέρια που τινάζονταν εδώ κι εκεί, έτσι ώστε να μην εμποδίζουν, και κόκκινες λωρίδες άρχισαν να γεμίζουν τους λευκούς γλουτούς.

Αρχικά, κι οι δύο γυναίκες συνέχισαν να παλεύουν, συστρεφόμενες στο έδαφος, παρότι τις κρατούσαν γερά. Η πάλη τους ήταν ακόμα πιο μάταιη απ’ ό,τι όταν ήταν όρθιες. Από τη μέση και πάνω, τα μόνα μέλη εν κινήσει ήταν κεφάλια που τινάζονταν και χέρια που ένευαν αγριεμένα. Η Αλιάντρε δεν έπαψε στιγμή να ουρλιάζει πως δεν είχαν κανένα δικαίωμα να της το κάνουν αυτό, κατανοητό από μια άποψη, μια κι ήταν βασίλισσα, ανόητο όμως δεδομένων των συνθηκών. Ήταν προφανές ότι μπορούσαν να την κάνουν ό,τι θέλουν, πράγμα που συνέβαινε. Περιέργως, η Μάιντιν ύψωνε τη φωνή της με τον ίδιο, διαπεραστικό τρόπο, αρνούμενη να υποκύψει. Θα νόμιζε κανείς ότι είχε κάποιο αξίωμα, όχι πως ήταν υπηρέτρια αρχόντισσας. Η Φάιλε ήξερε στα σίγουρα πως η Λίνι είχε δείρει τη Μάιντιν χωρίς όλους αυτούς τους μελοδραματικούς θεατρινισμούς. Σε κάθε περίπτωση, οι αρνήσεις δεν βγήκαν σε καλό για καμία από τις δύο. Τα μεθοδικά τινάγματα εξακολούθησαν, μέχρι που αμφότερες κλωτσούσαν και κραύγαζαν ακατάληπτα, κάτι που κράτησε λίγο παραπάνω. Όταν, τελικά, τις στοίβαξαν μαζί με τις υπόλοιπες αιχμάλωτες, οι γυναίκες έσκυψαν τα κεφάλια κι άρχισαν να κλαίνε, χωρίς καμία διάθεση για μάχη.