Выбрать главу

Η Φάιλε δεν ένιωσε συμπόνια. Κατά τη γνώμη της, αυτές οι ανόητες είχαν «κερδίσει» επάξια κάθε βουρδουλιά. Πέρα από τα κρυοπαγήματα και τις πληγές στα πόδια, όσο περισσότερο παρέμεναν γυμνές έξω, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η πιθανότητα για κάποιες να μην επιβιώσουν προκειμένου να δραπετεύσουν. Λογικά, οι Σάιντο θα τις πήγαιναν σε κάποιου είδους καταφύγιο, αλλά η Αλιάντρε κι η Μάιντιν καθυστέρησαν την πορεία με τη συμπεριφορά τους. Όλη αυτή η φασαρία μπορεί να μη διήρκεσε πάνω από ένα τέταρτο, αλλά έστω λίγα λεπτά μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Επιπλέον, ακόμα κι οι Αελίτες θα χαλάρωναν κάπως τη φρούρησή τους από τη στιγμή που θα έβρισκαν καταφύγιο και θα άναβαν φωτιά. Άσε που θα μπορούσαν να ξεκουραστούν, μια και τις κουβαλούσαν, πράγμα που θα τους έδινε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν την πρώτη ευκαιρία που θα τους παρουσιαζόταν.

Κουβαλώντας τη λεία τους, οι Σάιντο ξεκίνησαν ξανά με τον γνωστό βηματισμό, που καταβρόχθιζε τις αποστάσεις. Τουλάχιστον, έμοιαζαν να κινούνται μέσα στο δάσος πιο γρήγορα από πριν. Η σκληρή, πέτσινη θήκη του τόξου αναπηδούσε στα πλευρά της Φάιλε, καθώς η γυναίκα ταλαντευόταν, κάνοντάς τη να αισθάνεται ζαλάδα. Κάθε δρασκελιά του Ρόλαν έστελνε κραδασμούς στη μέση της. Προσπάθησε στα κρυφά να βρει μια θέση, όπου τα τραντάγματα κι οι σκουντιές δεν θα ήταν τόσο έντονα.

«Μείνε ακίνητη, αλλιώς θα πέσεις κάτω», μουρμούρισε ο Ρόλαν, χτυπώντας τη στους γλουτούς, σαν να χτυπούσε άλογο για να το ηρεμήσει.

Ανασηκώνοντας το κεφάλι, η Φάιλε κοίταξε κατσουφιασμένη πίσω, προς τη μεριά της Αλιάντρε. Δεν μπορούσε να διακρίνει πολλά από τη Βασίλισσα της Γκεάλνταν, κι ό,τι διέκρινε το έκρυβαν σχεδόν αυτές οι πορφυρές, διασταυρούμενες λωρίδες, που την κάλυπταν από την κορυφή των γοφών έως σχεδόν το πίσω μέρος των γονάτων της. Εδώ που τα λέμε, μια μικρή καθυστέρηση και λίγες ραβδώσεις δεν ήταν μεγάλο τίμημα για τη γυναίκα, η οποία αποπειράθηκε να κόψει με τα δόντια ολόκληρο κομμάτι αυτού του μπουνταλά, που την είχε τσουβαλιάσει σαν σακί με δημητριακά. Μακάρι, βέβαια, να του είχε δαγκώσει τον λαιμό, παρά το χέρι.

Σκέψεις γενναίες, αλλά κάτι χειρότερο από άχρηστες. Ανόητες. Ακόμα κι έτσι που την κουβαλούσαν, ήξερε πως έπρεπε να καταπολεμήσει το ψύχος. Άρχισε να συνειδητοποιεί πως, από μια άποψη, ήταν χειρότερο να κουβαλιέται. Περπατώντας, αν μη τι άλλο, απασχολούσε το μυαλό της με το να παραμένει όρθια, αλλά καθώς το απόγευμα προχωρούσε κι έδινε τη θέση του στη νύχτα, αυτή η λικνιστική κίνηση πάνω στους ώμους του Ρόλαν είχε επάνω της ένα νανουριστικό αποτέλεσμα. Όχι. Ήταν το κρύο που αδρανοποιούσε τον νου της. Που έκανε το αίμα της βραδυκίνητο μέσα στις φλέβες της. Ή θα το πολεμούσε ή θα πέθαινε.

Κούνησε ρυθμικά τα χέρια της και τα δεμένα της μπράτσα, τέντωσε και χαλάρωσε τα πόδια της κάμποσες φορές, αναγκάζοντας τους μυς της να κινηθούν, για να κυκλοφορήσει το αίμα. Σκέφτηκε τον Πέριν, κι οι σκέψεις της ήταν ξεκάθαρες σαν να κατάστρωνε σχέδιο· σκέφτηκε τι θα έκανε για να αντιμετωπίσει τον Μασέμα, και πώς η ίδια θα κατόρθωνε να τον πείσει αν τυχόν έκανε πίσω. Φαντάστηκε τη λογομαχία που θα είχαν μεταξύ τους, μόλις ο Πέριν θα μάθαινε πως η γυναίκα του χρησιμοποιούσε τους Τσα Φάιλε ως κατασκόπους, σχεδίασε τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετώπιζε και θα μετέστρεφε τον θυμό του. Η καθοδήγηση της οργής ενός άντρα προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η γυναίκα ήταν τέχνη, το είχε μάθει αυτό από μια αυθεντία στο θέμα, την ίδια της τη μάνα. Θα ήταν μια εντυπωσιακή λογομαχία. Και θα ακολουθούσε μια υπέροχη επανασύνδεση.

Η σκέψη της επανασύνδεσης την έκανε να ξεχάσει ότι έπρεπε να κινεί τους μυς της, οπότε πάσχισε να συγκεντρώσει την προσοχή της στη λογομαχία, στο σχέδιο που ετοίμαζε. Το κρύο άμβλυνε το μυαλό της, ωστόσο. Άρχισε να χάνει τον ειρμό, κουνούσε διαρκώς το κεφάλι και ξανάρχιζε. Τα γρυλίσματα του Ρόλαν, που της φώναζε να μείνει ακίνητη, βοήθησαν, μια και μπορούσε να εστιάσει στη φωνή του για να παραμείνει ξύπνια. Ακόμα και τα συνοδευτικά χτυπήματα στα αναποδογυρισμένα της οπίσθια βοήθησαν, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, με το καθένα να χρησιμεύει ως σοκ που την κρατούσε σε εγρήγορση. Λίγο αργότερα, άρχισε να κινείται περισσότερο, να παλεύει με τέτοια ένταση, ώστε κόντευε να πέσει κάτω, προκαλώντας τα άξεστα ραπίσματα. Δεν την ενδιέφερε, αρκεί να μην την έπαιρνε ο ύπνος. Αδυνατούσε να υπολογίσει πόσος χρόνος είχε περάσει, αλλά τα στριφογυρίσματα κι οι ελιγμοί της άρχισαν να εξασθενούν σταδιακά, μέχρι που ο Ρόλαν δεν μούγκριζε πια, ούτε τη χαστούκιζε στα πισινά. Μα το Φως, πόσο ήθελε να συνεχίσει ο άντρας να τη μεταχειρίζεται σαν να ήταν τύμπανο!