Γιατί, στο Φως, να θέλω κάτι τέτοιο; σκέφτηκε νωθρά, και σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού της αντιλήφθηκε πως η μάχη είχε χαθεί. Η νύχτα φάνταζε πιο σκοτεινή απ’ ό,τι συνήθως. Δεν ξεχώριζε καν τη λάμψη του φεγγαριού πάνω στο χιόνι. Αισθανόταν πως γλιστρούσε όλο και πιο γρήγορα προς ένα ακόμα βαθύτερο σκοτάδι. Θρηνώντας σιωπηλά, βυθίστηκε στον λήθαργο.
Κι ύστερα, ήρθαν τα όνειρα. Καθόταν πάνω στα γόνατα του Πέριν, κι εκείνος είχε περασμένα τα χέρια του γύρω της τόσο σφιχτά, που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, μπροστά από μια μεγάλη φωτιά που βρυχιόταν σε ένα πλατύ, πέτρινο τζάκι. Η σγουρή γενειάδα του της έξυνε τα μάγουλα, καθώς ο άντρας τής δάγκωνε τα αυτιά με έναν σχεδόν επώδυνο τρόπο. Έξαφνα, ένας δυνατός άνεμος σφύριξε, διαπερνώντας το δωμάτιο και σβήνοντας τη φωτιά σαν να ήταν κεράκι. Ο Πέριν έγινε καπνός που εξαφανίστηκε στη θύελλα. Μόνη στο πυκνό σκοτάδι, πάλεψε με τον άνεμο, αλλά αυτός την αναποδογύρισε μέχρι που ζαλίστηκε τόσο, ώστε να μην μπορεί να ξεχωρίσει το πάνω από το κάτω. Μόνη, στριφογυρίζοντας ατέρμονα στο παγερό σκότος, ξέροντας πως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τον Πέριν.
Έτρεχε, διασχίζοντας μια παγωμένη έκταση, τσαλαβουτώντας από χιονοστιβάδα σε χιονοστιβάδα. Έπεφτε και σηκωνόταν ξανά, τρέχοντας πανικόβλητη, ρουφώντας στα πνευμόνια της αέρα τόσο κρύο, που της έσχιζε τον λαιμό σαν να ήταν κομμάτια γυαλί. Παγοκρύσταλλοι στραφτάλιζαν γύρω της πάνω σε γυμνά κλαριά κι ένας ψυχρός άνεμος μοιρολογούσε, περνώντας μέσα από το άφυλλο δάσος. Ο Πέριν ήταν πολύ θυμωμένος κι η Φάιλε έπρεπε να φύγει μακριά. Αδυνατούσε να ανακαλέσει τις λεπτομέρειες της διαφωνίας τους, απλώς θυμόταν πως είχε εξωθήσει τον όμορφο λύκο της στα άκρα, μέχρι που τον έκανε να πετάει πράγματα τριγύρω. Μόνο που ο Πέριν δεν συνήθιζε να πετάει πράγματα. Σε τέτοιες περιστάσεις, την αναποδογύριζε πάνω στα γόνατά του, όπως είχε κάνει μια φορά, πριν από καιρό. Για ποιο λόγο, λοιπόν, έτρεχε μακριά του; Το θέμα της επανασύνδεσης εξακολουθούσε να ισχύει. Φυσικά, θα τον έκανε να πληρώσει αυτόν τον εξευτελισμό. Όπως και να έχει, μια δυο φορές είχε τύχει να τον ματώσει λιγάκι, σημαδεύοντάς τον με μια γαβάθα ή με μια κανάτα, αν και δεν το ήθελε, ήξερε ωστόσο πως εκείνος ποτέ δεν σκόπευε να της κάνει κακό. Ήξερε, επίσης, πως έπρεπε να συνεχίσει να τρέχει, αλλιώς θα πέθαινε.
Αν με πιάσει, σκέφτηκε στεγνά, τουλάχιστον ένα μέρος του εαυτού μου θα ζεσταθεί. Κι άρχισε να γελάει με αυτή της τη σκέψη, μέχρι που η νεκρή, κατάλευκη έκταση στροβιλίστηκε γύρω της κι ήξερε πως σύντομα θα ήταν κι η ίδια νεκρή.
Η πελώρια πυρά δέσποζε από πάνω της, μια πυργωτή στοιβάδα χοντρών κούτσουρων παραδομένων στις φλόγες. Ήταν γυμνή και κρύωνε, κρύωνε πολύ. Άσχετα από το πόσο κοντά βρισκόταν στη φωτιά, ένιωθε τα κόκαλά της παγωμένα και τη σάρκα της έτοιμη να θρυψαλιαστεί με το παραμικρό φύσημα. Πλησίασε λίγο περισσότερο, κι ακόμα περισσότερο. Η θέρμη της φωτιάς αυξήθηκε, μέχρι που η γυναίκα μόρφασε, μα η παγωνιά παρέμενε παγιδευμένη μέσα στη σάρκα της. Πιο κοντά. Μα το Φως, ήταν καυτή, τόσο καυτή, ωστόσο μέσα της εξακολουθούσε να παγώνει! Πιο κοντά. Άρχισε να ουρλιάζει από τον διαπεραστικό πόνο που της προκαλούσε η κάψα, αλλά μέσα της ο πάγος παρέμενε. Πιο κοντά. Πιο κοντά. Θα πέθαινε. Ούρλιαξε, αλλά μονάχα η σιωπή και το κρύο τής αποκρίθηκαν.
Ήταν μέρα, αλλά μολυβένια σύννεφα γέμιζαν τον ουρανό. Η χιονόπτωση συνεχιζόταν σταθερά, ανάλαφρες χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν στον άνεμο, μέσα από τα δέντρα. Ο άνεμος δεν ήταν μανιασμένος, όμως έγλειφε με γλώσσες από πάγο την ατμόσφαιρα. Κρούστες από λευκό πυργώνονταν στα κλωνάρια, μέχρι που αποκτούσαν αρκετό ύψος, για να καταρρεύσουν από το ίδιο τους το βάρος και τον άνεμο, πέφτοντας σαν χείμαρροι στο έδαφος. Η πείνα κατέτρωγε τα σωθικά της Φάιλε με στομωμένα δόντια. Ένας πανύψηλος, οστεώδης άντρας με άσπρη μάλλινη κουκούλα, η οποία κάλυπτε το πρόσωπό του, έσπρωξε κάτι στο στόμα της, το χείλος μιας μεγάλης πήλινης κούπας. Τα μάτια του ήταν εντυπωσιακά πράσινα, σαν σμαράγδια, και στεφανωμένα από ρυτιδιασμένες ουλές. Ήταν γονατιστός πλάι της, πάνω σε μια μεγάλη, καφετιά, μάλλινη κουβέρτα, ενώ μια άλλη κουβέρτα με γκρίζες ρίγες σκέπαζε το γυμνό της κορμί. Η γεύση του ζεστού τσαγιού ανακατεμένου με μέλι έμοιαζε να εκρήγνυται στη γλώσσα της, κι η γυναίκα έπιασε αδύναμα και με τα δυο της χέρια τον νευρώδη καρπό του άντρα, σε περίπτωση που εκείνος θα προσπαθούσε να αποτραβήξει την κούπα. Τα δόντια της έτριξαν πάνω στο σκεύος, αλλά κατάπιε άπληστα και με μεγάλες γουλιές το αχνιστό, σιροπιασμένο υγρό.