Выбрать главу

«Όχι τόσο γρήγορα. Δεν πρέπει να χυθεί έξω», είπε πράα ο πρασινομάτης. Η πραότητα έμοιαζε κάπως παράξενη, προερχόμενη από αυτό το τραχύ πρόσωπο κι από αυτή την αυστηρή φωνή. «Πρόσβαλαν την υπόληψή σας. Όμως, είστε υδρόβιες, οπότε αυτό μπορεί να μη μετράει και πολύ για εσάς».

Σιγά-σιγά, συνειδητοποίησε πως δεν επρόκειτο για όνειρο. Η σκέψη ξεπήδησε σαν μια αλληλουχία οκιών που έλιωναν αν προσπαθούσε να τις κρατήσει πολύ έντονα. Ο λευκοντυμένος τραχύς άντρας ήταν γκαϊ’σάιν. Τα λουριά και τα δεσμά της είχαν εξαφανιστεί. Ο άντρας τράβηξε το χέρι του από την εξασθενημένη αρπάγη της, μόνο και μόνο για να σερβίρει αυτό το σκούρο υγρό από έναν πέτσινο ασκό για νερό που κρεμόταν από τον ώμο του. Αχνός αναδύθηκε από την κούπα, μαζί με το άρωμα του τσαγιού.

Τρέμοντας τόσο πολύ, που κόντευε να πέσει κάτω, άδραξε τη χοντρή, ριγωτή κουβέρτα και την έσφιξε πάνω στο κορμί της. Ένας φλογερός πόνος φούντωνε στα πόδια της. Ακόμα και να προσπαθούσε, δεν θα μπορούσε να σηκωθεί όρθια. Όχι ότι το ήθελε· η κουβέρτα κάλυπτε όλο της το σώμα πλην των ποδιών της, όσο τουλάχιστον παρέμενε μαζεμένη. Αν στεκόταν όρθια, τα πόδια της, ίσως κι άλλα μέρη του κορμιού της, θα εκθέτονταν στο κρύο. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η ζεστασιά, όχι η αξιοπρέπεια, αν και τίποτα από τα δύο δεν υπήρχε σε αφθονία. Η πείνα εξακολουθούσε να της κατατρώει τα σωθικά, και δεν μπορούσε να σταματήσει το τρέμουλο με τίποτα. Ήταν παγωμένη εντός της κι η ζεστασιά του τσαγιού αποτελούσε ήδη μακρινή ανάμνηση. Ένιωθε τους μυς της να έχουν μετατραπεί σε παχύρρευστη, μπαγιάτικη πουτίγκα. Ήθελε να ατενίσει τη γεμάτη κούπα, εποφθαλμιώντας το περιεχόμενό της, αλλά εξανάγκασε τον εαυτό της να ψάξει για τις συντρόφισσες της.

Ήταν όλες εκεί, αραδιασμένες στην ίδια σειρά, η Μάιντιν, η Αλιάντρε κι οι υπόλοιπες, γονατισμένες πάνω σε κουβέρτες ή τρέμοντας μέσα από κουβέρτες πασπαλισμένες με χιόνι. Μπροστά από καθεμία καθόταν γονατιστός ένας γκαϊ’σάιν με μία μεγάλη κανάτα νερό και μία κούπα ή ένα ποτήρι, ενώ ακόμα κι η Μπάιν με την Τσιάντ έπιναν λες κι ήταν μισοπεθαμένες από τη δίψα. Κάποιος είχε καθαρίσει το αίμα από το πρόσωπο της Μπάιν, αλλά —αντίθετα με την τελευταία φορά που τις είχε δει η Φάιλε— οι δύο Κόρες ήταν εντελώς αδύναμες και τρίκλιζαν όπως όλες οι άλλες. Από την Αλιάντρε μέχρι τη Λασίλ, οι συντρόφισσές της έμοιαζαν —πώς το είχε πει ο Πέριν;— σαν να τις είχαν σύρει μέσα από μια στενή τρύπα τραβώντας τες προς τα πίσω. Όλες, όμως, ήταν ζωντανές· αυτό ήταν το σημαντικότερο. Μόνο οι ζωντανοί μπορούν να δραπετεύσουν.

Ο Ρόλαν κι οι άλλοι αλγκάι’ντ’σισβάι που ήταν υπεύθυνοι, σχημάτισαν μια ομάδα στην αντικριστή μεριά της γραμμής των γονυπετών. Πέντε άντρες και τρεις γυναίκες, με το χιόνι να φτάνει σχεδόν μέχρι τα γόνατα των Κορών. Με τις μαύρες καλύπτρες να κρέμονται μέχρι τα στήθη τους, παρακολουθούσαν ασυγκίνητοι τις αιχμάλωτες και τους γκαϊ’σάιν. Για μια στιγμή, η Φάιλε τούς κοίταξε συνοφρυωμένη, πασχίζοντας να αρπάξει κάποια αυθόρμητη σκέψη. Ναι, φυσικά. Πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι; Η απόδραση θα ήταν ευκολότερη υπόθεση, αν οι υπόλοιποι είχαν φύγει για κάποιο λόγο. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο, άλλη μία ομιχλώδης ερώτηση, που δεν κατάφερε να συλλάβει.

Ξαφνικά, της τράβηξε την προσοχή κάτι που απλωνόταν πέρα από τους οκτώ Αελίτες, κι η ερώτηση ξεπήδησε σχεδόν ταυτόχρονα με την απάντηση. Από πού είχαν έρθει οι γκαϊ’σάιν; Κάπου εκατό βήματα παραπέρα, κρυμμένη από τα σκόρπια δέντρα και τη χιονόπτωση, μια σταθερή ροή από ανθρώπους κι υποζύγια, καρότσες κι άμαξες. Όχι, δεν ήταν απλή ροή μα ολόκληρη πλημμυρίδα Αελιτών. Αντί για εκατόν πενήντα Σάιντο, έπρεπε να τα βγάλει πέρα με ολόκληρη τη φυλή. Έμοιαζε αδύνατον τόσο πολλοί άνθρωποι να έχουν κατορθώσει να διασχίσουν τα Άμπιλα μέσα σε μία ή δυο μέρες δίχως να προκαλέσουν πανικό, έστω κι αν στις επαρχίες επικρατούσε πλήρης αναρχία, αλλά η απόδειξη βρισκόταν μπροστά στα μάτια της. Αισθάνθηκε ένα μολυβένιο βάρος μέσα της. Ίσως η δραπέτευση να μην ήταν πολύ πιο δύσκολη, αν και δεν το πολυπίστευε.