4
Προσφορές
Τι έχουμε εδώ;» ακούστηκε η σκληρή φωνή μιας γυναίκας. Η Φάιλε κοίταξε ψηλά, με το ζεστό τσάι να απομακρύνεται προσωρινά από τις σκέψεις της. Δύο Αελίτισσες, που είχαν ανάμεσά τους μια πολύ κοντύτερη γκαϊ’σάιν, εμφανίστηκαν μέσα από τον στρόβιλο του χιονιού, βυθισμένες έως τις γάμπες στο λευκό χαλί που κάλυπτε το έδαφος, κατορθώνοντας ωστόσο να κάνουν μεγάλες δρασκελιές. Τουλάχιστον, η ψηλότερη γυναίκα το κατόρθωνε· η γκαϊ’σάιν τρίκλισε και μπλέχτηκε, πασχίζοντας να κρατηθεί όρθια, και μία από τις άλλες έβαλε το χέρι στον ώμο της για να τη συγκρατήσει. Κι οι τρεις ήταν αξιοπρόσεκτες. Η γυναίκα στα λευκά κρατούσε πειθήνια όσο το δυνατόν πιο χαμηλωμένο το κεφάλι της, ενώ τα χέρια της ήταν διπλωμένα πάνω στα φαρδιά της μανίκια, όπως έπρεπε να είναι η στάση μιας γκαϊ’σάιν, αλλά το φόρεμά της είχε τη γυαλάδα του πυκνού μεταξωτού. Απαγορευόταν στους γκαϊ’σάιν να φορούν στολίδια, ωστόσο μια φαρδιά, περίτεχνη ζώνη από χρυσάφι και πετράδια έσφιγγε τη μέση της, ενώ ένα εφαρμοστό περιδέραιο αντίστοιχης αξίας ήταν ορατό μέσα από την κουκούλα της, καλύπτοντας σχεδόν τον λαιμό της. Ελάχιστες, εκτός από μέλη βασιλικών οίκων, μπορούσαν να έχουν τέτοια κοσμήματα στην κατοχή τους. Πάντως, όσο παράξενη κι αν φάνταζε η γκαϊ’σάιν, οι άλλες γυναίκες τράβηξαν περισσότερο την προσοχή της Φάιλε. Κάτι της έλεγε ότι ήταν Σοφές. Απέπνεαν αρκετή εξουσία για να είναι κάτι άλλο· ετούτες εδώ ήταν γυναίκες συνηθισμένες να δίνουν διαταγές και να εισακουγονται. Πέρα από αυτό όμως, η παρουσία τους και μόνο μαγνήτιζε τα βλέμματα. Η γυναίκα που έσπρωχνε την γκαϊ’σάιν για να προχωρήσει, μια αυστηρή γαλανομάτα με αετίσιο πρόσωπο και σκούρα, γκρίζα εσάρπα τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της, ήταν ψηλή όσο οι περισσότερες Αελίτισσες, ενώ η άλλη ήταν τουλάχιστον μισό χέρι ψηλότερη από τον Πέριν! Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ήταν ογκώδης, πλην ενός συγκεκριμένου σημείου. Ανοιχτόξανθα μαλλιά έπεφταν μέχρι τη μέση της, κρατημένα από ένα φαρδύ, σκούρο μαντίλι, για να μην καλύπτουν το πρόσωπό της, ενώ η καφετιά εσάρπα απλωνόταν πάνω στους ώμους της, αρκετά ανοιχτή ώστε να αποκαλύπτει ένα απίστευτα μεγάλο στήθος, που εξείχε σχεδόν κατά το ήμισυ από την ξεθωριασμένη της μπλούζα. Πώς και δεν ξεπάγιαζε με τόση σάρκα εκτεθειμένη σε τέτοιον καιρό; Θα έπρεπε να νιώθει όλα αυτά τα βαριά περιδέραια από φίλντισι και χρυσάφι σαν παγάκια πάνω στο δέρμα της!
Καθώς σταμάτησαν μπροστά από τις γονυπετείς αιχμάλωτες, η γυναίκα με το αετίσιο πρόσωπο συνοφρυώθηκε, κοίταξε αποδοκιμαστικά τους Σάιντο που τις είχαν αιχμαλωτίσει, κι έκανε μια κοφτή κίνηση με το ελεύθερο χέρι της, αποπέμποντάς τους. Για κάποιο λόγο, εξακολουθούσε να κρατάει σφιχτά από τον ώμο την γκαϊ’σάιν. Οι τρεις Κόρες γύρισαν αμέσως και προχώρησαν βιαστικά προς το πλήθος των Σάιντο, που τις προσπερνούσε, κάτι που έκανε κι ένας από τους άντρες, αν κι ο Ρόλαν αντάλλαξε κοφτές ματιές με τους υπόλοιπους πριν ακολουθήσουν. Ίσως αυτό σήμαινε κάτι, ίσως και τίποτα. Η Φάιλε αισθάνθηκε ξαφνικά σαν να είχε παγιδευτεί σε ρουφήχτρα, πασχίζοντας απεγνωσμένα να αρπαχτεί από άχυρα.
«Έχουμε, λοιπόν, κι άλλες γκαϊ’σάιν για τη Σεβάνα», είπε η πανύψηλη γυναίκα, και φάνηκε να το διασκεδάζει. Είχε δυναμικό πρόσωπο, που σε κάποιους σίγουρα θα φάνταζε χαριτωμένο, αλλά, αντίθετα με τις άλλες Σοφές, έμοιαζε μαλθακή. «Η Σεβάνα δεν θα ικανοποιηθεί, παρά μόνο αν γεμίσει όλος ο κόσμος γκαϊ’σάιν, Θεράβα. Όχι ότι θα είχα καμιά αντίρρηση», αποτελείωσε την πρότασή της γελώντας.
Η Σοφή με το αετίσιο βλέμμα δεν γέλασε καθόλου. Το πρόσωπό της ήταν πέτρινο, το ίδιο κι η φωνή της. «Η Σεβάνα έχει ήδη πολλούς γκαϊ’σάιν, Σόμεριν. Κι εμείς έχουμε πολλούς γκαϊ’σάιν, που λειτουργούν περισσότερο ως τροχοπέδη». Το ατσάλινο της βλέμμα διέτρεξε όλο το μήκος των γονυπετών γυναικών.
Η Φάιλε μόρφασε, όταν αυτό το βλέμμα την άγγιξε, κι έκρυψε βιαστικά το πρόσωπό της πίσω από την κούπα. Δεν είχε ξαναδεί τη Θεράβα στο παρελθόν, αλλά από τη ματιά της κατάλαβε το ποιόν της γυναίκας, ένα άτομο αδίσταχτο, που κάλλιστα θα συνέτριβε οποιαδήποτε αντίσταση και που μπορούσε να διακρίνει την πρόκληση με ένα πεταχτό βλέμμα. Σίγουρα δεν ήταν ό,τι καλύτερο να την έχεις στην αυλή κάποιου ανόητου ευγενούς, ούτε να τη συναντήσεις τυχαία στο δρόμο, αλλά η απόδραση θα γινόταν κάτι παραπάνω από δύσκολη, αν αυτός εδώ ο αετός έδειχνε προσωπικό ενδιαφέρον. Παρ’ όλ’ αυτά, παρατήρησε τη γυναίκα με την άκρη του ματιού της. Ήταν σαν να παρακολουθούσε μια ριγωτή οχιά, με τις φολίδες της να λαμπυρίζουν στο ηλιόφως, συσπειρωμένη σε απόσταση ενός ποδιού από το πρόσωπό της.