Выбрать главу

Πειθήνια, σκέφτηκε. Είμαι γονατισμένη πειθήνια, χωρίς την παραμικρή σκέψη μέσα στο κεφάλι μου, πίνοντας το τσάι μου. Δεν είναι ανάγκη να μου ρίξεις δεύτερη ματιά, μάγισσα με τα παγωμένα μάτια. Ήλπιζε οι άλλες να πρόσεξαν αυτό που έκανε.

Η Αλιάντρε δεν την πρόσεξε. Πάσχισε να σηκωθεί στα πρησμένα της πόδια, τρίκλισε και βυθίστηκε ξανά στα γόνατα, με μια σύσπαση πόνου να χαράζει το πρόσωπό της. Ακόμα κι έτσι όμως, έμεινε στητή, παρότι γονατίζοντας στο χιόνι, με το κεφάλι ψηλά και με μια κόκκινη ριγωτή κουβέρτα τυλιγμένη γύρω της σαν φίνα, μεταξένια εσάρπα πάνω από έναν υπέροχο μανδύα. Τα γυμνά πόδια και τα ανεμοδαρμένα μαλλιά χαλούσαν κάπως την εικόνα, ωστόσο η γυναίκα ήταν η προσωποποίηση της αλαζονείας πάνω στο βάθρο.

«Είμαι η Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, Βασίλισσα της Γκεάλνταν», ανακοίνωσε δυνατά, σαν βασίλισσα που απευθύνεται σε ρουφιάνους κι αλήτες. «Θα ήταν σοφό να μεταχειριστείτε εμένα και τις συντρόφους μου καλά και να τιμωρήσετε όσους μας φέρθηκαν τόσο βάναυσα. Μπορεί να βγείτε επωφελημένοι, παίρνοντας περισσότερα λύτρα απ’ όσα φαντάζεστε, καθώς κι άφεση των εγκλημάτων που έχετε διαπράξει. Η υποτακτική μου κι εγώ, όπως επίσης κι η υπηρέτριά της, απαιτούμε άνετα καταλύματα μέχρι να γίνουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Για τις υπόλοιπες, επαρκούν και κάπως κατώτερα, αρκεί να μην πάθουν κακό. Δεν πρόκειται να πάρετε δεκάρα αν μεταχειριστείτε άσχημα ακόμα και την κατώτερη υπηρέτρια της υποτακτικής μου».

Η Φάιλε ήταν έτοιμη να μουγκρίσει —μα τι νόμιζε αυτή η ηλίθια, ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλοί ληστοσυμμορίτες;— αλλά δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο.

«Ισχύει πράγματι αυτό, Γκαλίνα; Πρόκειται για βασίλισσα των υδρόβιων;» Μία άλλη γυναίκα ανασηκώθηκε πίσω από τις αιχμάλωτες, με το ψηλό, μαύρο άτι της να περπατά μαλακά στο χιόνι. Η Φάιλε σκέφτηκε πως μάλλον ήταν Αελίτισσα, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη όμως. Δύσκολο να πει με σιγουριά, καθώς η άλλη γυναίκα ήταν έφιππη, αλλά έμοιαζε ψηλή τουλάχιστον όσο η Φάιλε, κι ήταν ελάχιστες οι γυναίκες που την ανταγωνίζονταν στο ύψος εκτός από τις Αελίτισσες, κι αυτά τα πρασινωπά μάτια πάνω στο ηλιοκαμένο πρόσωπο δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα. Ωστόσο... αυτή η φαρδιά, μαύρη φούστα έμοιαζε με εκείνες με αυτές που φορούσαν οι Αελίτισσες, αλλά ήταν σκιστή, πράγμα που υποδήλωνε πως ήταν ρούχο ιππασίας, κι έμοιαζε φτιαγμένη από μετάξι, όπως επίσης κι η κρεμ μπλούζα της και το στρίφωμα που αποκάλυπτε τις κόκκινες μπότες πάνω στον αναβολέα. Η φαρδιά, διπλωτή μαντίλα, που συγκρατούσε τα μακριά, χρυσαφιά μαλλιά της, ήταν φτιαγμένη από χρυσοΰφαντο, κόκκινο μετάξι, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα χρυσαφί κοκαλάκι, με πάχος όσο ένας αντίχειρας, με πετράδια να φωλιάζουν επάνω του. Αντίθετα με το δουλεμένο χρυσάφι και το σκαλιστό φίλντισι των Σοφών, οι αρμαθιές από μεγάλα μαργαριτάρια, περιδέραια από σμαράγδια, ζαφείρια και ρουμπίνια, έκρυβαν το μισό της στήθος, ακριβώς το ανάποδο από αυτό που συνέβαινε με τη Σόμεριν. Τα βραχιόλια σκαρφάλωναν σχεδόν έως τους αγκώνες της και διέφεραν από αυτά που φορούσαν κατά τον ίδιο τρόπο οι δύο Σοφές, οι δε Αελίτισσες δεν φορούσαν δαχτυλίδια, αλλά κοσμήματα που λαμποκοπούσαν σε κάθε τους δάχτυλο. Αντί για σκούρα εσάρπα, ένας λαμπερός πορφυρός μανδύας, πλαισιωμένος με χρυσά κεντήματα και φοδραρισμένος με λευκή γούνα, κυμάτιζε γύρω της στην ψυχρή αύρα. Πάντως, ο τρόπος που καθόταν πάνω στη σέλα ήταν έκδηλος της αδεξιότητας των Αελιτισσών. «Κι η υποτακτική της βασίλισσας;» Μπέρδεψε τη γλώσσα της, σαν να μην ήταν εξοικειωμένη με αυτές τις λέξεις. «Αυτό σημαίνει, άραγε, πως η Βασίλισσα της έχει ορκιστεί πίστη; Άρα, θα πρέπει να είναι πανίσχυρη γυναίκα. Απάντησε μου, Γκαλίνα!»

Η ντυμένη στα μετάξια γκαϊ’σάιν καμπούριασε και καλόπιασε την έφιππη γυναίκα με ένα χαμόγελο ταπεινοφροσύνης. «Για να αναγκάσει μια βασίλισσα να της ορκιστεί πίστη, πρέπει να είναι πολύ ισχυρή γυναίκα, Σεβάνα», είπε με ζέση. «Ποτέ δεν έχω ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Πάντως, πιστεύω πως είναι αυτή που ισχυρίζεται. Πριν από πολλά χρόνια είχα συναντήσει την Αλιάντρε, κι εκείνο το κορίτσι που θυμάμαι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αυτή η γυναίκα, εστεμμένη ως Βασίλισσα της Γκεάλνταν. Τι κάνει στην Αμαδισία, δεν έχω ιδέα. Οι Λευκομανδίτες ή ο Άιλρον θα μπορούσαν μια χαρά να τη βουτήξουν, αν...»

«Αρκετά, Λίνα», είπα η Θεράβα με σταθερή φωνή. Το χέρι πάνω στον ώμο της Γκαλίνα σφίχτηκε φανερά. «Ξέρεις πόσο μισώ τη φλυαρία σου».

Η γκαϊ’σάιν μόρφασε, σαν να τη χτύπησαν, και το στόμα της έκλεισε ερμητικά. Σφαδάζοντας σχεδόν, χαμογέλασε προς το μέρος της Θεράβα, κι η δουλοπρέπειά της ήταν ακόμα πιο ποταπή από αυτή που είχε δείξει στη Σεβάνα. Το χρυσάφι λαμπύρισε σε ένα από τα δάχτυλά της καθώς τίναξε τα χέρια της. Ο φόβος άστραψε στα μάτια της. Στα μαύρα μάτια της. Σίγουρα δεν ήταν Αελίτισσα. Η Θεράβα έμοιαζε να μη δίνει σημασία στη χαμερπή συμπεριφορά της γυναίκας. Δεν ήταν παρά ένα σκυλάκι, που το είχαν διατάξει να κάνει σούζα κι αυτό υπάκουσε. Η προσοχή της ήταν στραμμένη αποκλειστικά στη Σεβάνα. Η Σόμεριν κοίταξε λοξά την γκαϊ’σάιν, με τα χείλη της να συστρέφονται από περιφρόνηση, αλλά τελικά δίπλωσε την εσάρπα κατά μήκος του στήθους της κι έστρεψε το βλέμμα της στη Σεβάνα. Οι Αελίτισσες δεν αφήνουν να φανούν τα συναισθήματα στα πρόσωπά τους, μα ήταν ολοφάνερο πως αυτή η γυναίκα δεν συμπαθούσε διόλου τη Σεβάνα και, ταυτόχρονα, ήταν πολύ επιφυλακτική μαζί της.