Выбрать главу

Η ματιά της Φάιλε ακολούθησε την έφιππη γυναίκα, πάνω από το χείλος της κούπας της. Από μια άποψη, ήταν σαν να βλέπει τον Λογκαίν ή τον Μάζριμ Τάιμ. Και η Σεβάνα είχε χαράξει το όνομά της στον ουρανό με αίμα και φωτιά. Θα περνούσαν χρόνια μέχρι να ανακάμψει η Καιρχίν απ’ όσα είχε κάνει εκεί, ο δε απόηχος των κατορθωμάτων της είχε απλωθεί έως το Άντορ, το Δάκρυ κι ακόμη παραπέρα. Ο Πέριν έριχνε το φταίξιμο σε κάποιον ονόματι Κουλάντιν, αλλά η Φάιλε γνώριζε αρκετά γι’ αυτή τη γυναίκα, ώστε να έχει σχηματίσει μια αόριστη ιδέα ποιος τελικά έβαλε το χέρι του. Και κανείς δεν αμφέβαλλε πως η Σεβάνα ήταν η υπαίτια της σφαγής στα Πηγάδια του Ντουμάι. Ο Πέριν κόντεψε να πεθάνει εκεί, κι εξαιτίας αυτού η Φάιλε είχε μαζέψει ράμματα για τη γούνα της Σεβάνα. Θα μπορούσε ακόμα και να αφήσει τα αυτιά του Ρόλαν στη θέση τους, αν τακτοποιούσε αυτό το ζήτημα μαζί της.

Η φανταχτερά ντυμένη γυναίκα οδήγησε αργά το άλογό της κατά μήκος της σειράς των γονυπετών γυναικών, και τα σταθέρά, πράσινα μάτια της ήταν σχεδόν εξίσου ψυχρά με της Θεράβα. Ο ήχος του χιονιού που συνθλιβόταν κάτω από τις οπλές του μαύρου ζώου έγινε ξαφνικά πολύ δυνατός. «Ποια από εσάς είναι η υπηρέτρια;» Παράξενη ερώτηση. Η Μάιντιν δίστασε κι έσφιξε το σαγόνι της, αλλά κατόπιν ύψωσε το χέρι της μέσα από την κουβέρτα. Η Σεβάνα ένευσε σκεφτική. «Και η... υποτακτική;»

Η Φάιλε σκέφτηκε προς στιγμή να μην αποκαλυφθεί, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Σεβάνα θα μάθαινε όσα επιθυμούσε. Απρόθυμα, σήκωσε το χέρι της. Ανατρίχιασε, όχι μόνο από το κρύο. Η Θεράβα παρακολουθούσε με αυτά τα ανελέητα μάτια και με την προσοχή της τεταμένη τόσο προς τη Σεβάνα, όσο και σε όσες τραβούσαν το ενδιαφέρον της.

Η Φάιλε δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν να μείνει κάποιος ανεπηρέαστος από αυτό το βλέμμα που διαπερνούσε σαν τρυπάνι, ωστόσο η Σεβάνα φάνηκε να κάνει ακριβώς αυτό, καθώς έστρεψε το ευνουχισμένο της ζώο προς την άλλη μεριά της γραμμής. «Δεν μπορούν να περπατήσουν, με τα πόδια τους σε τέτοια κατάσταση», είπε ύστερα από ένα λεπτό. «Δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να πάνε καβάλα με τα παιδιά. Θεράπευσε τες, Γκαλίνα».

Η Φάιλε τινάχτηκε κι η πήλινη κούπα κόντεψε να της πέσει από το χέρι. Την έσπρωξε προς το μέρος του γκαϊ’σάιν, πασχίζοντας να δείξει πως αυτό έκανε όλη αυτή την ώρα. Ούτως ή άλλως, ήταν άδεια. Ο βλογιοκομμένος τύπος άρχισε να τη γεμίζει ήρεμα από τον ασκό του. Να τις θεραπεύσει; Σίγουρα δεν μπορούσε να εννοεί πως...

«Πολύ καλά», είπε η Θεράβα, σκουντώντας τόσο δυνατά τη γυναίκα γκαϊ’σάιν, που τρίκλισε. «Κάν’ το γρήγορα, μικρή Λίνα. Ξέρω πως δεν θα ήθελες να με απογοητεύσεις».

Η Γκαλίνα στηρίχτηκε για να μην πέσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να βρεθεί ανάμεσα στις αιχμάλωτες. Βυθίστηκε μέχρι τα γόνατα κι ο χιτώνας της σύρθηκε πάνω στο χιόνι, αλλά ήταν αποφασισμένη να καταφέρει αυτό που ήθελε. Ο φόβος κι η απέχθεια έκαναν τα μάτια της να γουρλώνουν, κι ανακατεύονταν πάνω στο στρογγυλό της πρόσωπο με κάτι που θα μπορούσε να είναι... ανυπομονησία. Όπως και να έχει όμως, ήταν ένας αηδιαστικός συνδυασμός.

Η Σεβάνα ολοκλήρωσε την περιφορά της, επέστρεψε στο σημείο όπου η Φάιλε την έβλεπε καθαρά και, τραβώντας τα ηνία του αλόγου της, στάθηκε αντικρίζοντας τις Σοφές. Το σαρκώδες στόμα της γυναίκας ήταν ερμητικά κλειστό. Η παγωμένη αύρα ανέμιζε τον μανδύα της, αλλά η ίδια δεν φάνηκε να δίνει την παραμικρή σημασία ούτε σ’ αυτό, ούτε στο χιόνι που έπεφτε πάνω στο κεφάλι της. «Μόλις το πληροφορήθηκα, Θεράβα». Η φωνή της ήταν ήρεμη, αν κι από τα μάτια της θα μπορούσαν να πετάγονται αστραπές. «Απόψε θα στρατοπεδεύσουμε μαζί με τους Τζόνιν».

«Μια πέμπτη σέπτα», αποκρίθηκε κατηγορηματικά η Θεράβα. Ούτε γι’ αυτήν φαινόταν να υπάρχουν ο άνεμος και το χιόνι. «Πέντε, τη στιγμή που άλλες εβδομήντα οκτώ έχουν γίνει άφαντες. Πάλι καλά που θυμάσαι τη δέσμευση σου να ενώσεις ξανά τους Σάιντο, Σεβάνα. Δεν θα περιμένουμε επ’ άπειρον».