Выбрать главу

Πλέον, τα μάτια της Σεβάνα δεν πετούσαν απλώς αστραπές, ήταν πράσινα ηφαίστεια που εκρήγνυντο. «Πάντα κάνω ό,τι λέω, Θεράβα. Ευτυχώς, το θυμάσαι. Και να θυμάσαι πως εσύ με συμβουλεύεις. Εγώ ομιλώ εκ μέρους του αρχηγού της φατρίας».

Σπιρούνισε στα πλευρά το ευνουχισμένο της ζώο για να πάρει στροφή, προσπαθώντας να το αναγκάσει να καλπάσει προς τη μεριά του ποταμού από ανθρώπους κι άμαξες, παρ’ όλο που κανένα ζώο δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο σε τόσο βάθος χιονιού. Το μαύρο άλογο κατάφερε να βαδίσει κάπως ταχύτερα από έναν απλό τροχασμό, αλλά αυτό ήταν όλο. Με τα πρόσωπά τους ανέκφραστα σαν μάσκες, η Θεράβα κι η Σόμεριν παρακολουθούσαν το άλογο με τον αναβάτη του να χάνονται πίσω από το λευκό πέπλο που έπεφτε από τον ουρανό.

Σημαντική ανταλλαγή, για τη Φάιλε τουλάχιστον. Αναγνώριζε αυτού του είδους την ένταση, όπως και το αμοιβαίο μίσος, που την έπνιγαν σαν χορδή άρπας. Ήταν μια αδυναμία που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί, αν ήξερε τον τρόπο. Φαίνεται πως τελικά οι Σάιντο δεν ήταν όλοι μαζεμένοι εδώ, αν και θα πρέπει να είχαν μαζευτεί αρκετοί, κρίνοντας από το ατελείωτο ποτάμι ανθρώπων που τους προσπερνούοε. Η Γκαλίνα άπλωσε το χέρι προς τη μεριά της κι όλα όσα είχε στο μυαλό της χάθηκαν μονομιάς.

Χαλαρώνοντας την έκφραση της σε μια τραχιά κι εικονική αταραξία, η Γκαλίνα έπιασε το κεφάλι της Φάιλε και με τα δυο της χέρια δίχως να πει λέξη. Η Φάιλε αισθάνθηκε κάπως την ανάσα της να κόβεται. Δεν ήταν σίγουρη. Ο κόσμος έμοιαζε να χάνεται γύρω της καθώς μισοσηκώθηκε στα πόδια της. Ίσως κύλησαν οι ώρες, ίσως οι χτύποι της καρδιάς επιβραδύνθηκαν. Η ασπροντυμένη γυναίκα έκανε πίσω κι η Φάιλε κατέρρευσε μπρούμυτα, πάνω στην κουβέρτα, κι έμεινε εκεί, λαχανιασμένη, με το πρόσωπο ακουμπισμένο στο τραχύ μάλλινο ύφασμα. Τα πόδια της δεν πονούσαν πια, αλλά η Θεραπεία πάντα σου έφερνε πείνα, και δεν είχε φάει τίποτα από το προηγούμενο πρωί. Θα μπορούσε να καταβροχθίσει ολόκληρα πιάτα από οτιδήποτε είχε όψη φαγητού. Δεν ένιωθε πια κουρασμένη, αλλά οι μύες της έμοιαζαν περισσότερο με νερό παρά με πουτίγκα. Πασχίζοντας να σηκωθεί όρθια, με μπράτσα που λίγο έλειψε να υποχωρήσουν κάτω από το βάρος της, μάζεψε παραπαίοντας την γκρίζα, ριγωτή κουβέρτα. Αισθανόταν ζαλισμένη, τόσο από αυτό που είχε δει να κρατάει στα χέρια της η Γκαλίνα, λίγες στιγμές πριν η γυναίκα την πιάσει από το κεφάλι, όσο κι από την ίδια τη Θεραπεία. Νιώθοντας ευγνωμοσύνη, άφησε τον βλογιοκομμένο άντρα να φέρει την κούπα για άλλη μια φορά στα χείλη της. Δεν ήταν καν σίγουρη αν τα δάχτυλά της είχαν την ικανότητα να την κρατήσουν από μόνα τους.

Η Γκαλίνα δεν έχασε καιρό. Μια σαστισμένη Αλιάντρε επιχειρούσε να σηκωθεί από την πρηνή θέση όπου βρισκόταν, με τη ριγωτή κουβέρτα που την κάλυπτε να γλιστρά απαρατήρητη από το κορμί της. Τα σημάδια από τον βούρδουλα είχαν χαθεί. Η Μάιντιν εξακολουθούσε να είναι ξαπλωμένη ανάμεσα στις δύο κουβέρτες της, με τα χαλαρωμένα της μέλη να εξέχουν προς κάθε κατεύθυνση, και να τινάζεται αδύναμα, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Η Τσιάντ, με τα χέρια της Γκαλίνα να της κρατούν το κεφάλι, σηκώθηκε στα πόδια της τρικλίζοντας, με τα μπράτσα τεντωμένα και την ανάσα να βγαίνει κοφτή από τα πνευμόνια της. Το κιτρινωπό πρήξιμο στο πρόσωπό της έσβησε, ενώ η Φάιλε το παρακολουθούσε. Η Κόρη κατέρρευσε, λες και την είχαν χτυπήσει με μπαλτά, τη στιγμή που η Γκαλίνα κατευθύνθηκε προς το μέρος της Μπάιν, η οποία άρχισε αμέσως να αναδεύεται.

Η Φάιλε ήπιε μια γουλιά τσάι και βυθίστηκε σε αχαλίνωτες σκέψεις. Το χρυσάφι στο δάχτυλο της Γκαλίνα ήταν ένα δαχτυλίδι που απεικόνιζε το Μέγα Ερπετό. Θα μπορούσε να είναι ένα παράξενο δώρο εκ μέρους αυτού που χάρισε στη γυναίκα και τα άλλα κοσμήματα, αν δεν υπήρχε στη μέση το θέμα της Θεραπείας. Η Γκαλίνα ήταν Άες Σεντάι. Μάλλον. Τι έκανε εδώ όμως μια Άες Σεντάι, ντυμένη μάλιστα με τα ρούχα μιας γκαϊ’σάιν; Άσε που έτοιμη ήταν να φερθεί δουλικά στη Σεβάνα και να φιλήσει τα πόδια της Θεράβα! Ποια, μια Άες Σεντάι!

Η Γκαλίνα, ξεφυσώντας ελαφρά, από την προσπάθεια να Θεραπεύσει τόσο πολύ κόσμο τόσο γρήγορα, στάθηκε πάνω από την Αρρέλα, που χώλαινε κι ήταν η τελευταία στη σειρά, και κοίταξε τη Θεράβα σαν να περίμενε να την εκθειάσει. Χωρίς καν να της ρίξουν μια ματιά, οι δύο Σοφές κίνησαν προς το μέρος της ατελείωτης ροής των Σάιντο, με τα κεφάλια ενωμένα και συζητώντας. Μια στιγμή αργότερα, η Άες Σεντάι συνοφρυώθηκε κι ανασήκωσε τα ρούχα της, τρέχοντας ξοπίσω τους όσο γρηγορότερα μπορούσε, για να τις προλάβει. Ωστόσο, κοίταξε πίσω της πάνω από μία φορά. Η Φάιλε είχε την αίσθηση πως συνέχισε να το κάνει κι αφού η χιονόπτωση έριξε μια κουρτίνα ανάμεσά τους.