Выбрать главу

Περισσότεροι γκαϊ’σάιν ήρθαν από την άλλη μεριά, μια ντουζίνα άντρες και γυναίκες, εκ των οποίων μόνο ένας Αελίτης, ένας ψηλόλιγνος κοκκινοπρόσωπος με ένα αμυδρό λευκό σημάδι, που ξεκινούσε από τη λεπτή γραμμή των μαλλιών του κι έφτανε έως το σαγόνι. Η Φάιλε αναγνώρισε τους κοντούς και κατάχλωμους Καιρχινούς, καθώς κι άλλους, που σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν Αμαδισιανοί ή Αλταρανοί, ψηλότεροι και σκουρόχρωμοι, ακόμα και μια Ντομανή, με δέρμα στο χρώμα του μπρούντζου. Η Ντομανή μαζί με μια άλλη γυναίκα φορούσαν φαρδιές ζώνες με αλυσίδες από λαμπερό χρυσάφι σφιγμένες γύρω από τη μέση τους, καθώς και περιλαίμια με επίπεδους κρίκους γύρω από τον λαιμό τους. Παρόμοια ντυμένος ήταν κι ένας άντρας! Όπως και να έχει, τα κοσμήματα σε έναν γκαϊ’σάιν έμοιαζαν άνευ σημασίας, πέραν του εκκεντρικού ρόλου τους, ειδικά αν τα συνέκρινες με το φαγητό και τον ρουχισμό που κουβαλούσαν οι κάτοχοι τους.

Κάποιοι από τους νεοφερμένους κουβαλούσαν καλάθια με φρατζόλες ψωμιού, κίτρινο τυρί και παστό βοδινό, ενώ οι γκαϊ’σάιν ήταν πάντα παρόντες με τα παγούρια γεμάτα τσάι, έτοιμοι να τους σερβίρουν για να συνοδεύσουν το φαγητό. Η Φάιλε δεν ήταν η μόνη που μπούκωνε ανάρμοστα το στόμα της με βιασύνη ενώ ακόμα ντυνόταν, αδέξια κι έχοντας το μυαλό της πιότερο στην ταχύτητα παρά στη σεμνότητα. Ο λευκός μανδύας με την κουκούλα και τα δύο χοντρά εσώρουχα έμοιαζαν εξαιρετικά ζεστά, έστω κι αν απλώς εμπόδιζαν τον αέρα, όπως επίσης κι οι βαριές μάλλινες κάλτσες κι οι μαλακές Αελίτικες μπότες, που έδεναν στο ύψος των γονάτων —ακόμα κι αυτές είχαν ξασπρίσει!— αλλά όλα αυτά δεν ήταν ικανά να γεμίσουν το κενό στο στομάχι της. Το κρέας ήταν σκληρό σαν πετσί, το τυρί σαν πέτρα και το ψωμί ελάχιστα πιο μαλακό, ωστόσο φάνταζαν σαν πλουσιοπάροχο γεύμα! Σε κάθε μπουκιά τής έτρεχαν τα σάλια.

Μασουλώντας μια γενναία δόση τυριού, έδεσε τα κορδόνια στις μπότες της και στάθηκε όρθια, σιάζοντας τον μανδύα της. Καθώς άπλωνε το χέρι της να πιάσει λίγο ψωμί ακόμα, μια από τις χρυσοντυμένες γυναίκες, παχουλή, λιτή και με βλέμμα κουρασμένο, έβγαλε άλλη μια αλυσιδωτή χρυσή ζώνη από τον υφασμάτινο σάκο που κρεμόταν από τον ώμο της. Καταπίνοντας βιαστικά τη μπουκιά της, η Φάιλε πισωπάτησε. «Δεν θα πάρω, ευχαριστώ». Είχε ένα άσχημο προαίσθημα πως έκανε λάθος που υποτίμησε τη σημασία των κοσμημάτων.

«Το τι θέλεις δεν έχει σημασία», αποκρίθηκε κουρασμένα η πλαδαρή γυναίκα. Η προφορά της ήταν Αμαδισιανή και πολιτισμένη. «Εφ’ εξής, ανήκεις στην υπηρεσία της Αρχόντισσας Σεβάνα. Θα φοράς ό,τι σου δώσουν και θα κάνεις ό,τι σου λένε, ειδάλλως θα υποστείς την ανάλογη τιμωρία, μέχρι να δεις το λάθος σου».

Λίγα βήματα μακρύτερα, η Μάιντιν αμυνόταν απέναντι στην Ντομανή, αντιδρώντας στο κολάρο που πήγαινε να της φορέσει. Η Αλιάντρε οπισθοχωρούσε από τον άντρα με τις χρυσές αλυσίδες, με τα χέρια υψωμένα και μια αρρωστημένη έκφραση να διαγράφεται στο πρόσωπό της. Ο άντρας έτεινε μία από τις ζώνες προς το μέρος της. Ευτυχώς, κι οι δυο τους κοιτούσαν προς τη μεριά της Φάιλε. Ίσως αυτές οι βουρδουλιές στο δάσος να είχαν φέρει κάποιο αποτέλεσμα τελικά.

Ξεφυσώντας βαριά, η Φάιλε ένευσε προς το μέρος τους κι άφησε την πλαδαρή γκαϊ’σάιν να δέσει τη φαρδιά ζώνη γύρω της. Ακολουθώντας το παράδειγμά της, οι άλλες δύο άφησαν τα χέρια τους να πέσουν στο πλάι. Φαίνεται πως αυτό ήταν το τελικό χτύπημα για την Αλιάντρε, η οποία κοιτούσε στο πουθενά ενόσω την έζωναν και της περνούσαν το περιλαίμιο. Το βλέμμα της Μάιντιν ήταν τόσο έντονο, που θα μπορούσε να ανοίξει τρύπα στο κορμί της λεπτεπίλεπτης Ντομανής. Η Φάιλε πάσχισε να τους χαμογελάσει ενθαρρυντικά, αλλά δεν ήταν εύκολο. Το κούμπωμα του περιλαίμιου, που έκλεινε ερμητικά, ακούστηκε σαν πόρτα φυλακής που κλειδώνεται. Η ζώνη και το κολάρο μπορούσαν να αφαιρεθούν το ίδιο εύκολα όσο τοποθετήθηκαν, αλλά μια γκαϊ’σάιν που υπηρετεί την «Αρχόντισσα Σεβάνα» θα ήταν σίγουρα υπό στενή παρακολούθηση. Η μία ατυχία πάνω στην άλλη. Κάπως θα έπρεπε να βελτιωθεί η κατάσταση από δω και πέρα. Κάπως.

Σύντομα, η Φάιλε βρέθηκε να βαδίζει βαριά πάνω στο χιόνι, με πόδια που έτρεμαν, μαζί με την Αλιάντρε που τρίκλιζε με θαμπό βλέμμα, και την κατηφή Μάιντιν, κυκλωμένες από γκαϊ’σάιν, που οδηγούσαν τα υποζύγια, τα οποία κουβαλούσαν στις πλάτες τους τεράστια, σκεπαστά καλάθια κι έσερναν φορτωμένες χειράμαξες, οι τροχοί των οποίων είχαν δεθεί σε ξύλινα έλκηθρα. Τα αμάξια κι οι καρότσες είχαν προσαρτηθεί σε έλκηθρα ή φαρδιούς ολισθήρες, με τους τροχούς τους δεμένους στην κορυφή του χιονοσκέπαστου φορτίου τους. Το χιόνι μπορεί να ήταν ασυνήθιστο για τους Σάιντο, αλλά είχαν διδαχθεί κάποια πράγματα που τους διευκόλυναν να ταξιδεύουν επάνω του. Ούτε η Φάιλε ούτε οι άλλες δύο γυναίκες κουβαλούσαν κάποιο φορτίο, παρ’ όλο που η πλαδαρή Αμαδισιανή τούς είχε δώσει να καταλάβουν ότι από αύριο θα στρώνονταν στη δουλειά, είτε κουβαλώντας είτε σέρνοντας κάτι. Όσος κι αν ήταν ο όγκος των Σάιντο της φάλαγγας, έμοιαζε σαν να είχε ξεσηκωθεί μια πόλη ολόκληρη, αν όχι έθνος. Παιδιά έως δώδεκα-δεκατριών χρόνων ήταν ανεβασμένα πάνω στις άμαξες και στις καρότσες, αλλά όλοι οι άλλοι πήγαιναν πεζή. Όλοι φορούσαν καντιν’σόρ, μα οι περισσότερες γυναίκες φορούσαν φούστες, μπλούζες κι εσάρπες, όπως οι Σοφές, ενώ οι περισσότεροι άντρες ή ήταν οπλισμένοι με ένα και μοναδικό δόρυ ή καθόλου, κι έμοιαζαν πιο μαλθακοί από τους υπόλοιπους. Μαλθακοί όπως μερικές πέτρες είναι μαλακότερες από τον γρανίτη, δηλαδή.