Μόλις έφυγε η Αμαδισιανή, χωρίς να πει το όνομά της ή οτιδήποτε άλλο, πέρα από το ότι ή θα υπάκουαν ή θα τιμωρούνταν, η Φάιλε συνειδητοποίησε πως, εξαιτίας της χιονόπτωσης, είχε χάσει την Μπάιν και τις υπόλοιπες. Κανείς δεν προσπάθησε να την αναγκάσει να διατηρήσει μια συγκεκριμένη θέση, οπότε άρχισε να βηματίζει κουρασμένα μπρος-πίσω κατά μήκος της φάλαγγας, συνοδεία της Αλιάντρε και της Μάιντιν. Έτσι όπως κρατούσε τα χέρια της διπλωμένα μέσα στα μανίκια της, ο βηματισμός της γινόταν δύσκολος, ειδικά όταν έπρεπε να διασχίσει την έκταση του χιονιού, αλλά τουλάχιστον τα διατηρούσε ζεστά. Ζεστότερα απ’ ό,τι θα ήταν εκτεθειμένα, τουλάχιστον. Λόγω του ανέμου είχαν φορέσει τις κουκούλες τους. Παρά τις αναγνωριστικές, χρυσαφιές ζώνες, ούτε οι γκαϊ’σάιν ούτε οι Σάιντο τους έριχναν δεύτερη ματιά. Ωστόσο, παρά το ότι διέσχισε τη φάλαγγα μια ντουζίνα φορές, ή και παραπάνω, η έρευνα αποδείχτηκε άκαρπη. Παντού υπήρχαν άνθρωποι ντυμένοι με λευκούς μανδύες, περισσότεροι απ’ όσους δεν φορούσαν καν μανδύες, κι οποιαδήποτε από αυτές τις βαθιές κουκούλες θα μπορούσε να κρύβει τις συντρόφισσες της.
«Πρέπει να τις βρούμε απόψε», είπε τελικά η Μάιντιν. Κατάφερνε να βηματίζει αγέρωχα μέσα στο πυκνό χιόνι, αν και με κάπως άγαρμπο τρόπο. Το γαλάζιο της βλέμμα ήταν διαπεραστικό μέσα από την υφασμάτινη σπηλιά της κουκούλας της και με το ένα της χέρι είχε αδράξει την πλατιά, χρυσή αλυσίδα, που ήταν περασμένη γύρω από τον λαιμό της, λες κι ήθελε να την αποσπάσει βίαια. «Προς το παρόν, κάνουμε δέκα ή είκοσι βήματα για καθένα που κάνουν οι υπόλοιποι. Δεν έχει νόημα να φθάσουμε απόψε στον καταυλισμό τόσο ξεθεωμένες, ώστε να μην μπορούμε να κουνηθούμε».
Η Αλιάντρε, από την άλλη μεριά της Φάιλε, ξεμούδιασε αρκετά, για να ανασηκώσει ένα φρύδι προς την αποφασιστικότητα που απέπνεε η φωνή της Μάιντιν. Η Φάιλε απέμεινε να κοιτάει απλώς την υπηρέτριά της, αλλά αυτό αποδείχτηκε αρκετό για να κάνει τη Μάιντιν να αναψοκοκκινίσει και να αρχίσει να ψελλίζει. Τι την είχε πιάσει; Μπορεί να μην ήταν αυτό που περίμενε ακριβώς από μια υπηρέτρια, αλλά δεν μπορούσε να μη λάβει υπ’ όψιν της το υψηλό φρόνημα της Μάιντιν, κάτι που την έκανε ικανή συνεργό για την απόδραση. Κρίμα που η γυναίκα είχε χάσει πια την ικανότητα της διαβίβασης. Η Φάιλε είχε στηρίξει κάμποσες ελπίδες επάνω της, μέχρι που έμαθε πως η ικανότητα της Μάιντιν ήταν τόσο λίγη, που καταντούσε σχεδόν άχρηστη.
«Ό,τι γίνει, πρέπει να γίνει απόψε, Μάιντιν», συμφώνησε. Ή μια από τις επόμενες νύχτες, όσες κι αν χρειάζονταν. Αυτό δεν το ανέφερε. Επιθεώρησε βιαστικά τους ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω τους, για να βεβαιωθεί πως κανείς τους δεν ήταν σε ικανή απόσταση ώστε να κρυφακούσει. Οι Σάιντο, ασχέτως αν φορούσαν καντιν’σόρ ή όχι, κινούνταν με αποφασιστικότητα μέσα στην ασταμάτητη χιονόπτωση, βαδίζοντας προς έναν απροσδιόριστο στόχο. Οι γκαϊ’σάιν —οι άλλοι γκαϊ’σάιν— προχωρούσαν προς έναν διαφορετικό στόχο. Υπακούστε, αλλιώς θα τιμωρηθείτε.
«Έτσι όπως μας αγνοούν», συνέχισε, «θα μπορούσατε να το σκάσετε από καμιά άκρη του δρόμου, αρκεί να μη σας πάρει χαμπάρι κανένας Σάιντο. Αν βρείτε την ευκαιρία, μη διστάσετε. Αυτοί οι μανδύες θα σας βοηθήσουν να κρυφτείτε στο χιόνι, και μόλις συναντήσετε κάποιο χωριό, να ξέρετε πως το χρυσάφι που τόσο απλόχερα μας έδωσαν θα χρησιμεύσει ως εισιτήριο για να πάτε στον σύζυγό μου. Αυτός θα μας ακολουθήσει». Όχι πολύ γρήγορα, ήλπιζε. Κι όχι από πολύ κοντά, τουλάχιστον. Οι Σάιντο είχαν ολόκληρο στρατό εδώ. Μικρό ίσως, συγκριτικά με άλλους, αλλά μεγαλύτερο από αυτόν του Πέριν.
Το πρόσωπο της Αλιάντρε σκλήρυνε από αποφασιστικότητα. «Δεν φεύγω χωρίς εσένα», είπε μαλακά, αν κι ο τόνος της φωνής της ήταν ιδιαίτερα σταθερός. «Δεν παίρνω επιπόλαια τον όρκο πίστης που σου έδωσα, Αρχόντισσά μου. Ή θα δραπετεύσουμε μαζί ή καθόλου!»