Выбрать главу

«Μιλάει και για τις δυο μας», είπε η Μάιντιν. «Μπορεί να μην είμαι παρά μια απλή υπηρέτρια», κι η λέξη βγήκε κάπως υποτιμητικά από τα χείλη της, «αλλά δεν θα άφηνα κανέναν στα χέρια αυτών των... των ληστών!» Η φωνή της δεν ήταν απλά σταθερή· δεν σήκωνε καν αντίρρηση. Πράγματι, ύστερα από όλα αυτά, η Λίνι θα χρειαζόταν να κουβεντιάσει εκτενώς μαζί της πριν επιμείνει στις απόψεις της!

Η Φάιλε άνοιξε το στόμα της, για να διαφωνήσει μαζί τους —όχι για να τις προστάξει· η Αλιάντρε ήταν η γυναίκα που της είχε δώσει όρκο, κι η Μάιντιν η υπηρέτριά της, όσο οξύθυμη κι αν την είχε κάνει η αιχμαλωσία! Ήταν σίγουρο πως θα την υπάκουαν— αλλά οι λέξεις έσβησαν πριν βγουν από τα χείλη της.

Οι σκοτεινές μορφές που ξεπρόβαλλαν από την πλημμυρίδα των Σάιντο και της χιονόπτωσης ξεκαθάρισαν σε μια ομάδα Αελιτισσών με τις εσάρπες να πλαισιώνουν τα πρόσωπά τους. Επικεφαλής τους ήταν η Θεράβα. Μια μουρμουριστή λέξη ήταν αρκετή, κι οι άλλες επιβράδυναν τον βηματισμό τους, για να παραμείνουν λίγο πίσω, ενώ η Θεράβα προχώρησε προς το μέρος της Φάιλε και των συντρόφων της. Δηλαδή, άρχισε να περπατάει παράλληλα με αυτές. Το κοφτερό της βλέμμα έμοιαζε να παγώνει ακόμα και τον ενθουσιασμό της Μάιντιν, παρ’ όλο που δεν τους έριξε πάνω από μία και μοναδική ματιά. Γι’ αυτήν, όλες τους ήταν ανάξιες λόγου.

«Σκέφτεστε να αποδράσετε», άρχισε να λέει. Καμιά τους δεν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, κι έτσι η Σοφή πρόσθεσε με φωνή γεμάτη περιφρόνηση. «Μην προσπαθήσετε να το αρνηθείτε!»

«Θα κάνουμε το παν για να σας υπηρετήσουμε, Σοφή», είπε προσεκτικά η Φάιλε. Είχε το κεφάλι χαμηλωμένο και κρυμμένο μέσα στην κουκούλα, πασχίζοντας όσο το δυνατόν να αποφύγει τη ματιά της ψηλότερης γυναίκας.

«Εσύ κάτι ξέρεις σχετικά με τα έθιμά μας». Η Θεράβα φάνηκε έκπληκτη, αλλά αυτή η εντύπωση δεν κράτησε πολύ. «Ωραία. Θα πρέπει όμως να με περνάς για πολύ ηλίθια, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι θα με υπηρετήσεις πειθήνια. Βλέπω πως κι οι τρεις σας έχετε αρκετό τσαγανό για υδρόβιες. Υπήρξαν κάποιοι που προσπάθησαν να δραπετεύσουν, αλλά μόνο οι νεκροί τα κατάφεραν. Οι ζωντανοί συλλαμβάνονται πάντα. Πάντα».

«Θα λάβω υπ’ όψιν μου τα λόγια σας, Σοφή», είπε ταπεινά η Φάιλε. Πάντα; Τέλος πάντων, πάντα υπάρχει κι η πρώτη φορά. «Όλες μας θα τα λάβουμε υπ’ όψιν μας».

«Α, πολύ καλά», μουρμούρισε η Θεράβα. «Ίσως να κατορθώσετε να πείσετε ακόμα και μια τυφλή, όπως η Σεβάνα. Πάντως, να ξέρετε τούτο, γκαϊ’σάιν. Οι υδρόβιοι δεν είναι όπως οι άλλοι που ντύνονται στα λευκά. Αντί να ελευθερωθείτε όταν περάσει ένας χρόνος και μια μέρα, θα συνεχίσετε να υπηρετείτε μέχρι να μαραζώσετε και να λυγίσετε από τη δουλειά. Είμαι η μόνη σας ελπίδα για να αποφύγετε μια τέτοια μοίρα».

Η Φάιλε σκόνταψε στο χιόνι, κι αν η Αλιάντρε με τη Μάιντιν δεν την έπιαναν από τα χέρια της, που στριφογύριζαν σαν ανεμόμυλοι, θα έπεφτε κάτω. Η Θεράβα ένευσε ανυπόμονα, δείχνοντάς τους ότι έπρεπε να συνεχίσουν να προχωρούν. Η Φάιλε ένιωθε άρρωστη. Η Θεράβα θα τις βοηθούσε να το σκάσουν; Η Τσιάντ κι η Μπάιν ισχυρίζονταν πως οι Αελίτες δεν γνώριζαν τίποτα σχετικά με το Παιχνίδι των Οίκων, κι ειρωνεύονταν τους υδρόβιους που το έπαιζαν, αλλά η Φάιλε αναγνώριζε ήδη τα ρεύματα που στροβιλίζονταν γύρω της. Ρεύματα που θα μπορούσαν να τις ρουφήξουν όλες, αν έκανε καμιά γκάφα.

«Δεν καταλαβαίνω, Σοφή». Ευχήθηκε ξαφνικά να μην ακουγόταν τόσο βραχνή η φωνή της.

Ίσως όμως να ήταν αυτή η βραχνάδα που έπεισε τη Θεράβα. Άνθρωποι σαν αυτή πίστευαν ότι ο φόβος ήταν το υπέρτατο κίνητρο. Όπως και να έχει, χαμογέλασε. Δεν ήταν ένα θερμό χαμόγελο, απλώς μια καμπύλη των λεπτών της χειλιών, και το μόνο συναίσθημα που υποδήλωνε ήταν η ικανοποίηση. «Κι οι τρεις σας θα προσέχετε και θα ακούτε τα πάντα όσο υπηρετείτε τη Σεβάνα. Κάθε μέρα θα σας ανακρίνει μια Σοφή κι εσείς θα επαναλαμβάνετε κάθε λέξη που είπε η Σεβάνα, καθώς και σε ποιους μίλησε. Αν μιλάει στον ύπνο της, θα επαναλαμβάνετε τα μουρμουρητά της. Ικανοποιήστε με, κι εγώ θα φροντίσω να σας αφήσουν».

Η Φάιλε δεν ήθελε να ανακατευτεί σε κάτι τέτοιο, αλλά για να αρνηθεί ούτε λόγος. Αν το έκανε, καμιά από τις τρεις τους δεν θα έβγαζε ζωντανή τη νύχτα. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η Θεράβα δεν θα το διακινδύνευε. Μπορεί να μην επιβίωναν ούτε καν μέχρι το σούρουπο. Το χιόνι θα έκρυβε άνετα τρία λευκοντυμένα πτώματα, κι αμφέβαλλε πολύ κατά πόσον κάποιος από τους παρευρισκομένους θα διαμαρτυρόταν αν η Θεράβα αποφάσιζε να κόψει μερικούς λαιμούς εδώ κι εκεί. Ούτως ή άλλως, το μόνο που ενδιέφερε αυτό το τσούρμο ήταν η πορεία μέσα στο χιόνι. Ούτε καν θα παρατηρούσαν τίποτα.