Выбрать главу

Τα λόγια της στάθηκαν αρκετά για να τις κάνει να σωπάσουν. Όλες γνώριζαν καλά τι θα έκανε η Θεράβα, κι ο θάνατος μάλλον δεν ήταν η χειρότερη προοπτική.

Γύρω στο μεσημέρι, το χιόνι εξασθένησε σε ελάχιστες, σκόρπιες χιονονιφάδες. Σκοτεινά, ταραγμένα σύννεφα εξακολουθούσαν να κρύβουν τον ήλιο, αλλά η Φάιλε κατάλαβε πως θα κόντευε μεσημέρι επειδή τις τάισαν. Κανείς δεν σταμάτησε να κινείται, αλλά εκατοντάδες γκαϊ’σάιν πήγαιναν μπρος-πίσω στη φάλαγγα κρατώντας καλάθια και σακίδια γεμάτα ψωμί και παστό βοδινό, καθώς και σάκους με νερό, αρκετά κρύο για να σε πονάνε τα δόντια σου. Παραδόξως, δεν ένιωθε και τόσο πεινασμένη, παρά τις ώρες πεζοπορίας μέσα στο χιόνι. Ο Πέριν είχε Θεραπευτεί κάποτε, το ήξερε, και λιμοκτονούσε επί δύο μέρες. Ίσως έφταιγε το ότι οι πληγές της δεν ήταν εξίσου σοβαρές με τις δικές του. Πρόσεξε πως η Αλιάντρε κι η Μάιντιν δεν έφαγαν περισσότερο από την ίδια.

Η θεραπεία τής έφερε στο μυαλό την Γκαλίνα κι όλες εκείνες τις ερωτήσεις, που κατέληγαν σε ένα δύσπιστο γιατί; Γιατί μια Άες Σεντάι —σίγουρα ήταν Άες Σεντάι— να καλοπιάνει τη Σεβάνα, τη Θεράβα ή τον οποιονδήποτε; Μια Άες Σεντάι θα έπρεπε να τις βοηθήσει να δραπετεύσουν. Ίσως κι όχι, όμως. Μπορεί να τις πρόδιδε, αν κάτι τέτοιο εξυπηρετούσε τους σκοπούς της. Οι Άες Σεντάι πάντα έκαναν αυτό που επιθυμούσαν, και δεν υπήρχε εναλλακτική λύση από το να αποδεχτείς τις πράξεις τους, εκτός αν ήσουν ο Ραντ αλ’Θόρ. Εκείνος όμως ήταν τα’βίρεν, και, πάνω απ’ όλα, ο Αναγεννημένος Δράκοντας αυτοπροσώπως· η ίδια δεν ήταν παρά μια γυναίκα με ελάχιστες διεξόδους, προς το παρόν, και με έναν υπαρκτό κίνδυνο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι της κι από τα κεφάλια όσων ήταν υπεύθυνη για τη ζωή τους. Κάθε είδους βοήθεια, από οποιονδήποτε, θα ήταν ευπρόσδεκτη. Η ζωηρή αύρα αποδυναμώθηκε ενώ στο μυαλό της Φάιλε κλωθογύριζαν διαρκώς κι από κάθε δυνατή οπτική γωνία σκέψεις σχετικά με την Γκαλίνα, και η χιονόπτωση επανήλθε δριμύτερη, μέχρι σημείου που δεν μπορούσε να δει στα δέκα βήματα. Της ήταν αδύνατον να αποφασίσει κατά πόσον μπορούσε να εμπιστευτεί αυτή τη γυναίκα.

Έξαφνα, αντιλήφθηκε άλλη μία ασπροντυμένη γυναίκα να την παρακολουθεί, κρυμμένη σχεδόν από το χιόνι, το οποίο όμως δεν ήταν αρκετό ώστε να καλύψει τη φαρδιά και γεμάτη πετράδια ζώνη. Η Φάιλε έπιασε από το χέρι τις συντρόφισσες της κι ένευσε προς το μέρος της Γκαλίνα.

Μόλις η Γκαλίνα αντιλήφθηκε πως την είχαν δει, άρχισε να περπατάει με βαριά βήματα ανάμεσα στη Φάιλε και στην Αλιάντρε. Το περπάτημά της μέσα στο χιόνι εξακολουθούσε να μην έχει καμιά χάρη, αλλά έμοιαζε πιο εξοικειωμένη από τις άλλες. Δεν υπήρχε ίχνος δουλοπρέπειας επάνω της. Το στρογγυλό της πρόσωπο έμοιαζε σκληρό μέσα στην κουκούλα και τα μάτια της διαπεραστικά. Ωστόσο, στριφογύριζε διαρκώς το κεφάλι της από δω κι από κει, ρίχνοντας τριγύρω επιφυλακτικές ματιές, για να δει αν ήταν κανείς άλλος εκεί κοντά. Έμοιαζε με σπιτόγατα που προσποιούνταν ότι ήταν λεοπάρδαλη. «Ξέρετε ποια είμαι;» ρώτησε απαιτητικά, αλλά με φωνή που δεν ακουγόταν στα δέκα βήματα. «Τι είμαι;»

«Φαίνεσαι να είσαι Άες Σεντάι», είπε προσεκτικά η Φάιλε. «Από την άλλη όμως, τι κάνει μια Άες Σεντάι σε ένα τέτοιο μέρος;» Ούτε η Αλιάντρε ούτε η Μάιντιν έδειξαν να εκπλήσσονται. Προφανώς, είχαν ήδη προσέξει το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό που ψηλάφιζε νευρικά η Γκαλίνα.

Το αναψοκοκκίνισμα ήταν έντονο στα μάγουλα της Γκαλίνα, η οποία προσπάθησε να το κάνει να φανεί σαν οργή. «Η δουλειά μου εδώ είναι πολύ σημαντική για τον Πύργο, παιδί μου», είπε ψυχρά. Η έκφρασή της μαρτυρούσε πως οι πραγματικοί λόγοι δεν θα γίνονταν ποτέ κατανοητοί από τις τρεις γυναίκες. Το βλέμμα της πετάχτηκε τριγύρω, προσπαθώντας να διαπεράσει την πυκνή κουρτίνα του χιονιού. «Δεν πρέπει να αποτύχω. Είναι το μόνο που πρέπει να γνωρίζετε προς το παρόν».

«Πρέπει να ξέρουμε αν μπορούμε να σε εμπιστευτούμε», είπε ήρεμα η Αλιάντρε. «Μάλλον έχεις εκπαιδευτεί στον Πύργο, αλλιώς δεν θα γνώριζες πώς να Θεραπεύσεις, αλλά οι γυναίκες συχνά κερδίζουν το δαχτυλίδι χωρίς να έχουν κερδίσει το επώμιο, κι έτσι δεν πιστεύω ότι είσαι Άες Σεντάι». Φαίνεται πως η Φάιλε δεν ήταν η μόνη που είχε τις αμφιβολίες της γι’ αυτή τη γυναίκα.

Το πλαδαρό στόμα της Γκαλίνα σκλήρυνε και σήκωσε τη γροθιά της προς το μέρος της Αλιάντρε, είτε για να την απειλήσει, είτε για να επιδείξει το δαχτυλίδι, είτε και για τα δυο. «Νομίζεις πως θα σου συμπεριφερθούν διαφορετικά επειδή φοράς στέμμα; Επειδή είχες συνηθίσει να το φοράς μια ζωή;» Τώρα, ο θυμός της ήταν έκδηλος. Ξέχασε να προσέχει τριγύρω για τυχόν ωτακουστές κι ο τόνος της φωνής της έγινε δριμύς. Από τη μανία των ύβρεων, το στόμα της εκσφενδόνιζε σάλια. «Θα σερβίρεις κρασί στη Σεβάνα και θα της τρίβεις την πλάτη, όπως ακριβώς κι όλοι οι υπόλοιποι. Οι υπηρέτες της είναι όλοι ευγενείς, εύποροι έμποροι, ή άντρες και γυναίκες που ξέρουν καλά πώς να υπηρετούν αριστοκράτες. Κάθε μέρα μαστιγώνει από πέντε, για να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι, οπότε όλοι της αναφέρουν όσα ακούν, ελπίζοντας στην εύνοιά της. Μία φορά να προσπαθήσεις να δραπετεύσεις, είναι αρκετή για να σε ραβδίσουν στις πατούσες μέχρι να μην μπορείς να περπατήσεις, και να σε δέσουν πισθάγκωνα πίσω από μια καρότσα, σέρνοντάς σε όσο αντέχεις. Τη δεύτερη φορά σε περιμένουν χειρότερα, τη δε τρίτη ακόμα χειρότερα. Υπάρχει εδώ ένας τύπος που κάποτε ήταν Λευκομανδίτης. Προσπάθησε να δραπετεύσει εννέα φορές. Σκληροτράχηλος άντρας, αλλά την τελευταία φορά που τον έπιασαν και τον έφεραν πίσω ικέτευε κι ούρλιαζε πριν ακόμα του βγάλουν τα ρούχα για να υποστεί τη σχετική τιμωρία».