«Μπορεί να πάρει χρόνο», είπε απεγνωσμένα η Φάιλε. «Δεν νομίζω πως θα έχουμε τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνουμε στη σκηνή της Θεράβα όποτε θέλουμε». Μα το Φως, αν υπήρχε κάτι που δεν ήθελε με τίποτα στον κόσμο ήταν να προσεγγίσει τη σκηνή της Θεράβα. Από την άλλη, η Γκαλίνα είχε πει πως θα τις βοηθούσε. Μπορεί να ήταν ποταπή, αλλά οι Άες Σεντάι δεν ψεύδονταν ποτέ.
«Έχετε άφθονο χρόνο στη διάθεσή σας», αποκρίθηκε η Γκαλίνα. «Ίσως κι όλη σας τη ζωή, Αρχόντισσα Φάιλε τ’ Αϋμπάρα, αν δεν είστε πολύ προσεκτικές. Μη με απογοητεύσετε». Κοίταξε τη Φάιλε με ένα τελευταίο, σκληρό βλέμμα, γύρισε κι άρχισε να απομακρύνεται με βαριά βήματα μέσα στο χιόνι, με τα χέρια διπλωμένα σαν να προσπαθούσε να κρύψει τη χρυσοποίκιλτη ζώνη της πίσω από τα φαρδιά μανίκια.
Η Φάιλε συνέχισε να περπατάει με κόπο, σιωπηλή. Καμία από τις συντρόφους της δεν είχε να πει κάτι. Δεν υπήρχε τίποτα να λεχθεί. Η Αλιάντρε έμοιαζε βυθισμένη σε σκέψεις, με τα χέρια τοποθετημένα μέσα στα μανίκια της, ατενίζοντας ευθεία, λες και κοιτούσε κάτι πέρα από τη χιονοθύελλα. Η Μάιντιν είχε αδράξει σφιχτά το χρυσό περιλαίμιο. Είχαν πιαστεί στη φάκα τρεις φορές, όχι μία, και καθεμία από αυτές τις τρεις παγίδες μπορεί να οδηγούσε στον θάνατο. Ξαφνικά, η διάσωση φάνηκε ιδιαίτερα ελκυστική. Ωστόσο, η Φάιλε είχε σκοπό να βρει έναν τρόπο να βγει από την παγίδα. Τραβώντας τα χέρια της από το περιλαίμιο, άρχισε να βαδίζει κόντρα στη χιονοθύελλα, καταστρώνοντας σχέδια.
5
Σημαίες
Έτρεχε διασχίζοντας τη χιονοσκέπαστη πεδιάδα, με το ρύγχος στον άνεμο, κυνηγώντας μια μυρωδιά, μια πολύτιμη μυρωδιά. Το χιόνι που έπεφτε δεν έλιωνε πια πάνω στην παγωμένη γούνα, αλλά το κρύο δεν τον αποθάρρυνε. Τα πέλματα στις πατούσες του είχαν μουδιάσει, ωστόσο τα φλεγόμενα πόδια τον έτρεχαν μανιασμένα, κουβαλώντας τον γοργά, όλο και πιο γοργά, μέχρι που η έκταση της γης θόλωσε μπροστά του. Έπρεπε να τη βρει.
Ξαφνικά, ένας μεγάλος γκριζωπός λύκος, με κουρελιασμένα αυτιά και σημάδια από τις πολλές μάχες, ξεπήδησε από τον ουρανό, παραβγαίνοντας με τον ήλιο δίπλα του. Άλλος ένας μεγάλος γκρίζος λύκος, αλλά όχι τόσο ογκώδης όσο ο ίδιος. Τα δόντια του ήταν ικανά να σκίσουν τους λαιμούς αυτών που την είχαν απαγάγει. Τα σαγόνια του θα συνέθλιβαν τα κόκαλά τους!
Το θηλυκό σου δεν είναι εδώ, του διαμήνυσε ο Άλτης, αλλά εσύ είσαι εδώ πολλή ώρα και πολύ μακριά από το σώμα σου. Πρέπει να επιστρέψεις, Νεαρέ Ταύρε, ειδάλλως θα πεθάνεις.
Πρέπει να τη βρω. Ακόμα κι οι σκέψεις του έμοιαζαν λαχανιασμένες. Δεν σκεφτόταν τον εαυτό του ως Πέριν Αϋμπάρα. Ήταν ο Νεαρός Ταύρος. Κάποτε είχε βρει εδώ το γεράκι, και μπορεί να το έβρισκε ξανά. Έπρεπε να τη βρει. Μπροστά σε αυτή την ανάγκη, ο θάνατος δεν σήμαινε τίποτα.
Με μια ασημένια αναλαμπή, ο άλλος λύκος όρμησε στο πλευρό του, και παρ’ όλο που ο Νεαρός Ταύρος ήταν ογκωδέστερος, αισθανόταν κουρασμένος κι έπεσε βαρύς. Στηρίχτηκε στα πόδια του μέσα στο χιόνι, γρύλισε και χίμηξε σημαδεύοντας τον λαιμό του Άλτη. Τίποτα δεν είχε μεγαλύτερη σημασία από το γεράκι.
Ο σημαδεμένος λύκος πέταξε στον αέρα σαν πουλί κι ο Νεαρός Ταύρος ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς. Ο Άλτης λαμπύρισε στο χιόνι, πίσω του.
Άκου με, λυκόπουλο! Η σκέψη του Άλτη τον χτύπησε ανελέητα. Το μυαλό σου έχει στρεβλωθεί από τον τρόμο! Δεν είναι εδώ και, αν μείνεις κι άλλο, θα πεθάνεις. Βρες την στον κόσμο της εγρήγορσης. Μόνο εκεί μπορείς να τη βρεις. Πήγαινε πίσω και βρες την!
Τα μάτια του Πέριν άνοιξαν απότομα. Ένιωθε ψόφιος από κούραση κι είχε ένα κενό στο στομάχι, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα συγκριτικά με το κενό στο στήθος του. Ήταν ολόκληρος ένα κενό, αποκομμένος ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό, λες κι ήταν ένα άλλο άτομο, που παρακολουθούσε τον Πέριν Αϋμπάρα να υποφέρει. Πάνω από το κεφάλι του, μια σκηνή με χρυσογάλανη οροφή κυμάτιζε στον άνεμο. Το εσωτερικό της σκηνής ήταν θολό και σκοτεινό, παρ’ όλο που το ηλιόφως έκανε το λαμπερό καναβάτσο να λάμπει ελαφρά. Τα χτεσινά γεγονότα δεν αποτελούσαν μεγαλύτερο εφιάλτη από αυτόν με τον Άλτη. Μα το Φως, είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Άλτη και, στα Λυκίσια Όνειρα, ο θάνατος ήταν... οριστικός. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή, αλλά ο Πέριν αναρρίγησε. Ήταν ξαπλωμένος πάνω σε ένα πουπουλένιο στρώμα, σε ένα μεγάλο κρεβάτι με βαριά, σκαλιστά, επιχρυσωμένα στηρίγματα. Μέσα στη μυρωδιά του κάρβουνου, που καιγόταν στο μαγκάλι, ο Πέριν ανίχνευσε ένα ευωδιαστό άρωμα και τη γυναίκα που το φορούσε. Κανείς άλλος δεν ήταν παρών.
Χωρίς καν να σηκώσει το κεφάλι του από το μαξιλάρι, είπε: «Δεν τη βρήκαν ακόμα, Μπερελαίν;» Ένιωθε το κεφάλι του πολύ βαρύ για να το ανασηκώσει.