Выбрать главу

Το πρόχειρο κάθισμα του καταυλισμού έτριξε αδιόρατα καθώς η γυναίκα μετακινήθηκε. Ο Πέριν είχε βρεθεί εδώ κι άλλες φορές στο παρελθόν, μαζί με τη Φάιλε, για να συζητήσουν διάφορα σχέδια. Η σκηνή ήταν αρκετά μεγάλη για να χωρέσει ολόκληρη οικογένεια, και τα περίτεχνα έπιπλα της Μπερελαίν δεν θα φάνταζαν αταίριαστα ακόμα και σε ένα παλάτι, έτσι όπως ήταν σκαλιστά κι επιχρυσωμένα με περίπλοκο τρόπο, ασχέτως αν όλα, τραπέζια, καθίσματα, ακόμα και το ίδιο το κρεβάτι, συγκρατούνταν με ξύλινα καρφιά. Θα μπορούσαν να αποσυναρμολογηθούν και να αποθηκευτούν σε μια άμαξα, αλλά τα καρφιά δεν ήταν κι ιδιαίτερα γερά.

Κάτω από το άρωμα, η Μπερελαίν ανέδιδε μια μυρωδιά έκπληξης, επειδή ο άντρας είχε αντιληφθεί την παρουσία της, αν κι η φωνή της ήταν συγκρατημένη. «Όχι. Οι ανιχνευτές σου δεν γύρισαν ακόμα, κι οι δικοί μου... Όταν δεν επέστρεψαν μέχρι που έπεσε το σούρουπο, έστειλα μια ολόκληρη διμοιρία. Βρήκαν τους άντρες μου νεκρούς, πιασμένους σε ενέδρα, ούτε πέντε-έξι μίλια από δω. Διέταξα τον Άρχοντα Γκαλίν να παρακολουθεί στενά τους γύρω καταυλισμούς. Ο Αργκάντα έχει βάλει ισχυρές φρουρές στα υψώματα, αλλά έστειλε κι αυτός περιπόλους. Ενάντια στη συμβουλή μου. Ο άνθρωπος είναι τρελός. Νομίζει πως κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο δεν μπορεί να βρει την Αλιάντρε. Δεν είμαι σίγουρη κατά πόσον πιστεύει ότι προσπαθούν κι άλλοι γι’ αυτόν τον σκοπό, κι όχι οι Αελίτες βέβαια».

Τα χέρια του Πέριν σφίχτηκαν πάνω στις μαλακές μάλλινες κουβέρτες που τον σκέπαζαν. Ο Γκαούλ ή ο Τζόνταϊν σίγουρα δεν θα αιφνιδιάζονταν, ούτε καν από τους Αελίτες. Έψαχναν ακόμα, πράγμα που σήμαινε πως η Φάιλε εξακολουθούσε να είναι ζωντανή. Αν έβρισκαν το πτώμα της, θα είχαν επιστρέψει προ πολλού. Δεν είχε λόγους να μην το πιστεύει. Ανασήκωσε κάπως μια από τις μπλε κουβέρτες. Ήταν γυμνός από κάτω. «Υπάρχει εξήγηση γι’ αυτό;»

Ο τόνος της φωνής της δεν άλλαξε καθόλου, αλλά η επιφυλακτικότητα τρεμόφεγγε στην οσμή της. «Εσύ κι ο οπλίτης σου θα ξεπαγιάζατε μέχρι θανάτου, αν δεν σας έψαχνα, όταν ο Νουρέλ επέστρεψε με τα νέα από τους ανιχνευτές μου. Κανείς άλλος δεν είχε το θάρρος να σε ενοχλήσει. Γρύλιζες σαν λύκος σε οποιονδήποτε προσπαθούσε να το κάνει. Όταν σε βρήκα, ήσουν τόσο αναίσθητος, ώστε δεν άκουγες καν ποιος σου μιλούσε, ενώ ο άλλος άντρας ήταν έτοιμος να σωριαστεί. Τον κράτησε όρθιο αυτή η γυναίκα, η Λίνι —λίγη ζεστή σούπα και κουβέρτες του ήταν αρκετά— αλλά εγώ διέταξα να σε μεταφέρουν εδώ. Δίχως τη βοήθεια της Ανούρα, μπορεί να έχανες μερικά δάχτυλα. Φοβόταν πως... πως ίσως και να πέθαινες, παρά τη Θεραπεία που σου πρόσφερε. Κοιμήθηκες σαν νεκρός. Μου είπε ότι έμοιαζες με άνθρωπο που έχει χάσει την ψυχή του κι ότι ήσουν κρύος, άσχετα από το πόσες κουβέρτες σε σκέπασαν. Το ένιωσα κι εγώ μόλις σε άγγιξα».

Αρκετές εξηγήσεις, αλλά δεν αρκούσαν. Φούντωσε από οργή, μια μακρινή οργή, αλλά την κατέπνιξε. Η Φάιλε πάντα ζήλευε όταν ο Πέριν έβαζε τις φωνές στην Μπερελαίν. Η γυναίκα δεν σήκωνε φωνές από αυτόν. «Είτε ο Γκρέηντυ είτε ο Νιλντ έπρεπε να κάνουν ό,τι ήταν απαραίτητο», είπε με επίπεδη φωνή. «Ακόμα κι η Σέονιντ με τη Μασούρι ήταν πιο κοντά».

«Η πρώτη που μου πέρασε από το μυαλό ήταν η σύμβουλός μου. Δεν σκέφτηκα τις άλλες, μέχρι που επέστρεψα εδώ. Τέλος πάντων, έχει σημασία ποια έκανε τη Θεραπεία;»

Ήταν τόσο γλυκομίλητη. Κι αν τη ρωτούσε για ποιο λόγο τον επέβλεπε η ίδια η Πρώτη του Μαγιέν μέσα σε μια μισοσκότεινη σκηνή, αντί αυτό να το κάνουν οι υπηρέτριες της ή κάποιοι από τους στρατιώτες ή, έστω, η Ανούρα, σίγουρα θα λάμβανε μια ακόμα εύσχημη απάντηση. Δεν ήθελε να την ακούσει.

«Πού είναι τα ρούχα μου;» ρώτησε κι ανασηκώθηκε στους αγκώνες του. Ο τόνος της φωνής του εξακολουθούσε να είναι ανέκφραστος.

Ένα κερί ακουμπισμένο σε ένα μικρό τραπέζι, δίπλα στο κάθισμα της Μπερελαίν, ήταν η μοναδική πραγματική πηγή φωτός στη σκηνή, αλλά τα μάτια του, τσιμπλιασμένα καθώς ήταν από την εξάντληση, δεν άντεχαν ούτε αυτό. Η γυναίκα ήταν αρκετά κόσμια ντυμένη, με ένα ψηλόλαιμο, βαθυπράσινο φόρεμα ιππασίας, που έκανε το πηγούνι της να ακουμπάει σε μια πυκνή, δαντελωτή γουνίτσα. Για την Μπερελαίν, το να είναι κόσμια ντυμένη ισοδυναμούσε με το να φορέσεις δέρμα προβάτου σε αλητόγατο. Το πρόσωπό της ήταν ελαφρά σκιώδες, όμορφο κι αναξιόπιστο. Θα έκανε όσα είχε υποσχεθεί, αλλά —όπως κάθε καλή Άες Σεντάι— για προσωπικό της όφελος· όσο για όλα αυτά για τα οποία δεν είχε υποσχεθεί τίποτα, θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να σε καρφώσει πισώπλατα.

«Εκεί, πάνω στο σεντούκι», είπε, κάνοντας μια κίνηση γεμάτη χάρη με ένα χέρι σχεδόν κρυμμένο κάτω από την ανοιχτόχρωμη δαντέλα. «Έβαλα τη Ροζέν και τη Νάνα να τα καθαρίσουν, αλλά νομίζω ότι πιο πολύ χρειάζεσαι φαγητό και ξεκούραση παρά ρούχα. Και πριν ασχοληθούμε με το φαγητό και με τις διάφορες δουλειές μας, θέλω να ξέρεις πως κανείς δεν πιστεύει περισσότερο από εμένα ότι η Φάιλε ζει». Η έκφραση της ήταν τόσο αληθινή κι ειλικρινής, που θα μπορούσε να την πιστέψει, αν ήταν κάποια άλλη. Ακόμα κι η οσμή της ήταν ειλικρινής!