Выбрать главу

«Θέλω τα ρούχα μου τώρα». Στριφογύρισε, για να κάτσει στη μια πλευρά του κρεβατιού, με τις κουβέρτες τραβηγμένες στα πόδια του. Τα ρούχα που φορούσε κείτονταν προσεκτικά διπλωμένα σε ένα ραβδωτό, ταξιδιωτικό σεντούκι, σκαλισμένο κι επιχρυσωμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος. Ο μανδύας με τη φοδραρισμένη γούνα ήταν πτυχωμένος στο μήκος της μιας πλευράς του σεντουκιού, και το τσεκούρι του ήταν ακουμπισμένο γερτά δίπλα στις γκέτες του, πάνω στα απλωτά, λουλουδάτα κιλίμια που έπαιζαν ρόλο πατώματος. Μα το Φως, ήταν ψόφιος. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα βρισκόταν στο Λυκίσιο Όνειρο, αλλά αν ξυπνούσες εκεί, ήταν σαν να ξυπνούσες κανονικά, σωματικά τουλάχιστον. Το στομάχι του γουργούριζε ηχηρά. «Επίσης, θέλω να φάω».

Ο λαιμός της Μπερελαίν παρήγαγε έναν οργισμένο ήχο κι η γυναίκα σηκώθηκε ισιώνοντας τη φούστα της και με το πηγούνι υψωμένο αποδοκιμαστικά. «Η Ανούρα θα δυσαρεστηθεί από τη συμπεριφορά σου μόλις γυρίσει από τις συνομιλίες με τις Σοφές», είπε με σταθερή φωνή. «Δεν μπορείς να αγνοείς μια Άες Σεντάι έτσι απλά. Δεν είσαι ο Ραντ αλ’Θόρ, όπως θα σου αποδείξουν αργά ή γρήγορα».

Ωστόσο, βγήκε από τη σκηνή, επιτρέποντας την είσοδο σε έναν στρόβιλο παγωμένου αέρα. Πάνω στη σύγχυση της, δι:ν σκέφτηκε καν να πάρει τον μανδύα της. Μέσα από το στιγμιαίο άνοιγμα στην υφασμάτινη θύρα, ο Πέριν είδε πως εξακολουθούσε να χιονίζει. Όχι τόσο έντονα όσο την προηγούμενη νύχτα, αλλά οι λευκές νιφάδες έπεφταν με σταθερό ρυθμό. Ακόμα κι ο Τζόνταϊν θα δυσκολευόταν να βρει κάποιο ίχνος έπειτα από τη χθεσινή νύχτα. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται.

Τέσσερα μαγκάλια ζέσταιναν την ατμόσφαιρα μέσα στη σκηνή, αλλά η παγωνιά πέρασε στα πόδια του μόλις πάτησε πάνω στα κιλίμια, κι έσπευσε βιαστικά να πάρει τα ρούχα του. Τρίκλισε μάλλον, αν και δεν καθυστέρησε καθόλου. Ήταν τόσο εξουθενωμένος, που θα μπορούσε να ξαπλώσει πάνω στα χαλιά και να ξανακοιμηθεί. Επιπλέον, ένιωθε αδύναμος σαν νεογέννητο αρνάκι. Ίσως το Λυκίσιο Όνειρο να είχε κάποια σχέση μ’ αυτό —το ότι μεταφέρθηκε απότομα εκεί, καθώς κι ο τρόπος που άφησε το σώμα του— αλλά το σίγουρο ήταν πως κι η Θεραπεία είχε επιδεινώσει κάπως τα πράγματα. Χωρίς να έχει φάει τίποτα από το προηγούμενο πρωί κι έπειτα από μία ολόκληρη νύχτα που την πέρασε στο χιόνι, τα αποθέματα ενέργειάς του είχαν περιοριστεί αισθητά. Τα χέρια του έτρεμαν, στην προσπάθεια να φορέσει τα εσώρουχά του. Ο Τζόνταϊν θα την έβρισκε. Ή ο Γκαούλ. Ζωντανή. Τίποτε άλλο στον κόσμο δεν είχε σημασία. Αισθάνθηκε μουδιασμένος.

Δεν περίμενε πως η Μπερελαίν θα ξαναγύριζε, αλλά μια ριπή ψύχους μετέφερε το άρωμά της, ενώ ο Πέριν πάλευε ακόμα να φορέσει το παντελόνι του. Ένιωσε το βλέμμα της στην πλάτη του σαν δάχτυλα που τον χτυπούσαν, αλλά συνέχισε τη δουλειά του λες κι ήταν μόνος. Δεν της έδωσε την ικανοποίηση να τον δει να βιάζεται να ντυθεί επειδή αυτή περίμενε. Ούτε καν την κοίταζε.

«Η Ροζέν σού φέρνει ζεστό φαγητό», είπε η γυναίκα. «Φοβάμαι πως υπάρχει μόνο βραστό αρνί, αλλά της είπα να φέρει αρκετό για τρεις άντρες». Δίστασε, κι ο Πέριν άκουσε τα πασούμια της να σέρνονται πάνω στα χαλιά. Η γυναίκα αναστέναξε ανάλαφρα. «Πέριν, ξέρω πως πονάς. Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που θες να βγάλεις από μέσα σου, αλλά δεν μπορείς να τα πεις σε άντρα. Κι επειδή δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαις στον ώμο της Λίνι, προσφέρομαι εγώ. Προτείνω να κάνουμε ανακωχή μέχρι να βρεθεί η Φάιλε».

«Ανακωχή;» ρώτησε, σκύβοντας προσεκτικά να δέσει τη μία μπότα. Προσεκτικά, για να μην πέσει. Οι γερές, μάλλινες κάλτσες κι οι χοντρές, δερμάτινες σόλες θα ζέσταιναν σύντομα τα πόδια του. «Και τι τη θέλουμε την ανακωχή;» Η γυναίκα παρέμεινε σιωπηλή ενόσω ο Πέριν φορούσε την άλλη μπότα, διπλώνοντάς τη κάτω από τα γόνατα, και δεν μίλησε, μέχρι που εκείνος πέρασε τα κορδόνια του πουκαμίσου του και το έστρωσε μέσα στο παντελόνι του.

«Πολύ καλά, Πέριν. Αφού το θέλεις έτσι». Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, ακούστηκε πολύ αποφασισμένη. Ξαφνικά, ο Πέριν αναρωτήθηκε μήπως η μύτη του είχε κάνει λάθος. Η οσμή της, αν είναι δυνατόν, μαρτυρούσε πως είχε θιχτεί! Όταν την κοίταξε, πάντως, ένα αμυδρό χαμόγελο είχε χαραχθεί στα χείλη της. Από την άλλη όμως, μια λάμψη οργής αχνόφεγγε μέσα σε αυτά τα μεγάλα μάτια. «Οι άντρες του Προφήτη άρχισαν να καταφθάνουν πριν ξημερώσει», είπε η γυναίκα με ζωηρή φωνή, «αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, ο ίδιος δεν έχει έρθει ακόμα. Πριν τον δεις ξανά—»