«Άρχισαν να καταφθάνουν;» τη διέκοψε. «Ο Μασέμα συμφώνησε να φέρει μονάχα μια τιμητική φρουρά, κάπου εκατό άντρες».
«Όποια κι αν ήταν η συμφωνία, την τελευταία φορά που τους είδα, πρόσεξα πως υπήρχαν τρεις-τέσσερις χιλιάδες άντρες —ένας ολόκληρος στρατός από ρουφιάνους, μια και φαίνεται πως πήρε μαζί του κάθε άντρα ικανό να κρατήσει δόρυ— κι έρχονταν κι άλλοι από κάθε κατεύθυνοη».
Ο Πέριν φόρεσε βιαστικά τον μανδύα του και κούμπωσε τη ζώνη του από πάνω, τοποθετώντας το βαρύ τσεκούρι στον γοφό του. Πάντα το ένιωθε βαρύτερο απ’ όσο έπρεπε. «Αυτό θα το δούμε! Που να καώ, δεν θα τον αφήσω να γεμίσει τον χώρο με τα δολοφονικά του καθάρματα!»
«Αυτά τα καθάρματα δεν είναι παρά μια απλή ενόχληση σε σύγκριση με τον ίδιο. Ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από τον ίδιον τον Μασέμα». Ο τόνος της φωνής της ήταν ψυχρός, αλλά ένας συγκρατημένος φόβος τρεμόπαιζε στην οσμή της. Πάντα συνέβαινε αυτό όταν αναφερόταν στον διαβόητο Προφήτη. «Οι αδελφές κι οι Σοφές έχουν δίκιο. Αν χρειάζεσαι περαιτέρω αποδείξεις από αυτές που σου προσφέρουν τα ίδια σου τα μάτια, ο Μασέμα συναντήθηκε με τους Σωντσάν».
Η πληροφορία αυτή τον χτύπησε σαν σφυρί, ειδικά μετά τα νέα που έφερε ο Μπάλγουερ σχετικά με τη μάχη στην Αλτάρα. «Πώς το ξέρεις;» τη ρώτησε απαιτητικά. «Οι ληστοκυνηγοί σου σ’ το είπαν;» Η γυναίκα είχε φέρει από το Μαγιέν ένα ζευγάρι ληστοκυνηγών, και τους έστειλε να μάθουν ό,τι ήταν δυνατόν από κάθε πόλη και χωριό που συναντούσαν. Η αλήθεια, όμως, ήταν πως δεν ανακάλυψαν ούτε τα μισά απ’ όσα είχε βρει ο Μπάλγουερ. Όχι ότι του ανέφερε τίποτα, δηλαδή.
Η Μπερελαίν κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, θλιμμένη. «Μου το είπαν οι... ακόλουθοι της Φάιλε. Τρεις από δαύτους ήρθαν και μας βρήκαν λίγο πριν επιτεθούν οι Αελίτες. Μίλησαν με ανθρώπους που είδαν ένα τεράστιο ιπτάμενο πλάσμα να προσγειώνεται». Αναρρίγησε κάπως επιδεικτικά, αλλά, κρίνοντας από την οσμή της, επρόκειτο για ειλικρινή αντίδραση. Τα νέα δεν του έκαναν εντύπωση. Κάποτε είχε δει κι ο ίδιος κάποια από αυτά τα πλάσματα, άλλωστε κι ένας Τρόλοκ δεν μοιάζει περισσότερο με Σκιογέννητο. «Ένα πλάσμα με γυναίκα αναβάτη. Την εντόπισαν στα Άμπιλα, στον Μασέμα. Δεν νομίζω πως επρόκειτο για πρώτη συνάντηση. Σ’ εμένα, ακούγεται σαν να έχει ξανασυμβεί κάμποσες φορές».
Ξαφνικά, τα χείλη της συσπάστηκαν σε ένα χαμόγελο, εν μέρει ειρωνικό, εν μέρει ερωτύλο. Αυτή τη φορά, η οσμή της ταίριαζε με την έκφραση του προσώπου της. «Δεν ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να μου δώσεις την εντύπωση ότι αυτός ο στρυφνός ο γραμματέας σου ξετρύπωσε περισσότερα στοιχεία από τους ληστοκυνηγούς μου, τη στιγμή που έχεις δύο ντουζίνες κατασκόπους μεταμφιεσμένους σε ακόλουθους της Φάιλε. Με ξεγέλασες, οφείλω να το παραδεχτώ. Όλο καινούργιες εκπλήξεις είσαι. Γιατί ξαφνιάζεσαι τόσο; Πιστεύεις όντως πως μπορείς να εμπιστευθείς τον Μασέμα, ύστερα απ’ όσα ακούσαμε κι είδαμε;»
Το απλανές βλέμμα του Πέριν ελάχιστα οφειλόταν στα νέα για τον Μασέμα. Ίσως σήμαιναν πολλά, ίσως τίποτα. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να πίστευε ότι μπορούσε να φέρει τους Σωντσάν στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ήταν αρκετά τρελός, άλλωστε. Ωστόσο... ποιος να του έλεγε ότι η Φάιλε είχε αναθέσει σε αυτούς τους ανόητους να κατασκοπεύουν και να μπουν λαθραία στα Άμπιλα και το Φως μόνο ήξερε πού αλλού. Βέβαια, εκείνη ανέκαθεν διατυμπάνιζε πως η κατασκοπία είναι δουλειά για μια σύζυγο, μα άλλο τα κουτσομπολιά του παλατιού κι άλλο τούτο εδώ. Τουλάχιστον, θα μπορούσε να του το έχει πει. Ή, μήπως είχε τηρήσει σιγήν ιχθύος, επειδή οι ακόλουθοί της δεν ήταν οι μόνοι που έχωναν τη μύτη τους εκεί που δεν έπρεπε; Μπορεί να της έμοιαζαν σ’ αυτό. Η Φάιλε όντως είχε το πνεύμα του γερακιού. Ίσως της άρεσε να κατασκοπεύει κι η ίδια. Όχι, δεν θα της θύμωνε, ειδικά τώρα. Μα το Φως, δεν αποκλείεται να το έβλεπε ως διασκέδαση.
«Χαίρομαι που είσαι διακριτικός», μουρμούρισε η Μπερελαίν. «Δεν σε είχα για τέτοιον, αλλά η διακριτικότητα πάντα ωφελεί. Ειδικά τώρα. Οι δικοί μου δεν σκοτώθηκαν από τους Αελίτες, εκτός αν οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν βαλλίστρες και τσεκούρια».
Τίναξε το κεφάλι του και, παρότι δεν το ήθελε, την αγριοκοίταξε. «Τώρα τα θυμήθηκες όλα αυτά; Μήπως υπάρχει τίποτε άλλο που ξέχασες να μου πεις, κάτι που να σου διέφυγε;»
«Πώς είναι δυνατόν να ρωτάς;» είπε, γελώντας σχεδόν. «Θα έπρεπε να πετάξω τα ρούχα μου, για να σου αποκαλύψω περισσότερα απ’ όσα σου έχω αποκαλύψει ήδη». Άπλωσε διάπλατα τα χέρια της και στριφογύρισε σαν φίδι, λες κι ήθελε να κάνει επίδειξη.
Ο Πέριν γρύλισε αηδιασμένος. Η Φάιλε έλειπε και το Φως μόνο ήξερε αν ήταν ακόμα ζωντανή —μακάρι να ήταν!— κι η Μπερελαίν διάλεξε αυτή τη στιγμή να καμαρώσει όσο ποτέ άλλοτε; Από την άλλη, έτσι ήταν η Μπερελαίν. Θα έπρεπε να είναι κι ευχαριστημένος που είχε δείξει αρκετή αξιοπρέπεια για να τον αφήσει να ντυθεί.