Κοιτώντας τον σκεφτική, διέτρεξε με το ακροδάχτυλό της το κάτω χείλος της. «Παρά τα όσα έχεις ακούσει, θα είσαι μόλις ο τρίτος άντρας με τον οποίο θα μοιραστώ το κρεβάτι μου». Τα μάτια της ήταν... καπνισμένα... σαν να έλεγε απλώς ότι ήταν ο τρίτος άντρας με τον οποίο είχε μιλήσει εκείνη τη μέρα. Η μυρωδιά της... Το μόνο πράγμα που του ερχόταν στο μυαλό ήταν η εικόνα ενός λύκου που κοιτάει ένα ελάφι πιασμένο στα βάτα. «Οι άλλοι δύο ήταν για πολιτικούς λόγους, ενώ εσύ θα είσαι για λόγους ικανοποίησης, και μάλιστα με περισσότερους από έναν τρόπους», αποτελείωσε την πρότασή της με υπέρ το δέον δέλεαρ.
Εκείνη τη στιγμή, η Ροζέν όρμησε στη σκηνή με ένα κύμα παγερού αέρα ξοπίσω της και με τον γαλάζιο μανδύα της ανοικτό, κουβαλώντας έναν οβάλ ασημένιο δίσκο, καλυμμένο με ένα λευκό, λινό ύφασμα. Ο Πέριν έκλεισε απότομα το στόμα του κι ευχήθηκε η κοπέλα να μην είχε ακούσει τίποτα. Η Μπερελαίν εξακολουθούσε να χαμογελάει κι έμοιαζε να μη δίνει σημασία. Τοποθετώντας τον δίσκο πάνω στο μεγαλύτερο τραπέζι, η εύσωμη υπηρέτρια άπλωσε τη φούστα της με τις μπλε και χρυσαφιές ρίγες σε μια βαθιά υπόκλιση προς την Μπερελαίν και σε μια άλλη, λιγότερο βαθιά, προς εκείνον. Τα μαύρα της μάτια έμειναν για μια στιγμή καρφωμένα επάνω του και χαμογέλασε, εξίσου ευχαριστημένη με την κυρά της, πριν μαζέψει ξανά επάνω της τον μανδύα και βγει έξω ύστερα από ένα γρήγορο νεύμα από τη μεριά της Μπερελαίν. Είχε κρυφακούσει, λοιπόν. Ο δίσκος ανέδιδε τις μυρωδιές ζεστού αρνιού κι αρωματισμένου κρασιού, που έκαναν την κοιλιά του Πέριν να γουργουρίζει, αλλά του ήταν αδύνατον να κάτσει να φάει, ακόμα κι αν τα πόδια του ήταν σπασμένα.
Ρίχνοντας τον μανδύα του πάνω από τους ώμους του, βγήκε με βαριά βήματα στην ήπια χιονόπτωση, φορώντας ταυτοχρόνως τα γάντια του. Βαριά σύννεφα κάλυπταν σαν σάβανο τον ήλιο, αλλά, κρίνοντας από την ένταση του φωτός, η αυγή απείχε ακόμα μερικές ώρες. Μονοπάτια είχαν χαραχθεί πάνω στο χιόνι, ωστόσο οι λευκές μάζες που συνέχιζαν να πέφτουν από τον ουρανό συσσωρεύονταν πάνω σε γυμνά κλαριά κι έντυναν τα αειθαλή δέντρα με καινούργια πανωφόρια. Η καταιγίδα δεν είχε τελειώσει ακόμα, κάθε άλλο. Μα το Φως, πώς μπορούσε να του μιλάει έτσι αυτή η γυναίκα, και μάλιστα τώρα;
«Να θυμάσαι», του φώναξε από κάπου πιο πίσω η Μπερελαίν, χωρίς να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια να μην ακουστεί. «Διακριτικότητα». Μορφάζοντας, ο Πέριν επιτάχυνε το βήμα του.
Ελάχιστα βήματα πριν φθάσει στη μεγάλη ριγωτή σκηνή, συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει να ρωτήσει την ακριβή θέση των αντρών του Μασέμα. Όπου κι αν κοιτούσε, Φτερωτοί Φρουροί ζεσταίνονταν γύρω από πυρές, φορώντας τις αρμαχωσιές και τους μανδύες τους, κοντά στα παραταγμένα και σελωμένα τους άτια. Τα δόρατα ήταν τοποθετημένα πλάι τους, σχηματίζοντας κώνους με ατσαλένιες μύτες, από τις οποίες κυμάτιζαν στον άνεμο κόκκινα σημαιάκια. Παρά τον όγκο των δέντρων, οι πυρές θα μπορούσαν κάλλιστα να ενωθούν μεταξύ τους με ευθείες γραμμές, καθότι παρόμοιες όσο το δυνατόν σε μέγεθος. Οι άμαξες με τις προμήθειες που είχαν μαζέψει και που κατευθύνονταν στον Νότο ήταν όλες φορτωμένες και τα άλογα ζεμένα, παραταγμένες σε σειρά κι αυτές.
Τα δέντρα δεν έκρυβαν εντελώς την κορυφή του λόφου. Οι Διποταμίτες στέκονταν φρουροί εκεί πάνω, αλλά οι σκηνές είχαν κατέβει κι ο Πέριν διέκρινε φορτωμένα υποζύγια. Είχε την εντύπωση πως διέκρινε κι ένα μαύρο πανωφόρι· πιθανόν κάποιος Άσα’μαν, αν και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος ήταν. Ανάμεσα στους Γκεαλντανούς, άντρες σε μπουλούκια στέκονταν ακίνητοι ατενίζοντας ψηλά, στον λόφο, δίνοντας όμως την εντύπωση πως ήταν εξίσου προετοιμασμένοι με τους Μαγιενούς. Οι δύο καταυλισμοί είχαν παρόμοιο σχεδιασμό. Δεν υπήρχε, όμως, πουθενά οποιαδήποτε ένδειξη πως συγκεντρώνονταν χιλιάδες άντρες, πουθενά πατημένα και πλατιά μονοπάτια πάνω στο χιόνι, ούτε καν ίχνη ανάμεσα στους τρεις καταυλισμούς. Αν η Ανούρα βρισκόταν με τις Σοφές, θα ήταν πάνω στον λόφο επί αρκετή ώρα. Για τι πράγμα συζητούσαν, άραγε; Πιθανόν για το πώς θα δολοφονούσαν τον Μασέμα χωρίς να δώσουν κίνητρα στον Πέριν να τις Θεωρήσει υπεύθυνες. Έριξε μια ματιά στη σκηνή της Μπερελαίν, αλλά ανατρίχιασε στη σκέψη να ξαναγυρίσει.
Απέμενε άλλη μια σκηνή, όχι πολύ μακριά, η μικρή ριγωτή σκηνή που ανήκε στις δύο υπηρέτριες της Μπερελαίν. Παρά το ψιλόχιονο, η Ροζέν κι η Νάνα ήταν καθισμένες σε σκαμνιά μπροστά στην είσοδο, φορώντας μανδύες και κουκούλες και ζεσταίνοντας τα χέρια τους πάνω από μια μικρή φωτιά. Ήταν όμοιες σαν δυο σταγόνες νερό και, παρότι ελάχιστα όμορφες, είχαν συντροφιά. Μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχαν μαζευτεί μέσα, κουλουριασμένες γύρω από ένα μαγκάλι. Αναμφίβολα, η Μπερελαίν απαιτούσε περισσότερη κοσμιότητα από τις υπηρέτριες της, κάτι που δεν κατάφερνε να κάνει για τον εαυτό της. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι ληστοκυνηγοί της Μπερελαίν σπάνια έλεγαν πάνω από τρεις λέξεις όλες κι όλες, παρουσία του Πέριν τουλάχιστον, αλλά με τη Ροζέν και τη Νάνα ήταν ιδιαίτερα ζωηροί κι εγκάρδιοι. Ντυμένοι απλά, κι οι δυο έμοιαζαν τόσο ασήμαντοι, που δεν θα τους έριχνες δεύτερη ματιά, ακόμα κι αν σε σκουντουφλούσαν στον δρόμο. Ο Πέριν δεν ήταν καν σίγουρος ποιος ήταν ο Σάντες και ποιος ο Γκένταρ. Ένα μικρό μαγκάλι, στη μια πλευρά της φωτιάς, ανέδιδε μυρωδιά βραστού αρνιού. Προσπάθησε να την αγνοήσει, αλλά το στομάχι του γουργούρισε.