6
Η Οσμή της Τρέλας
Αναζητώντας μέσα στη χιονόπτωση τον Ντάνιλ, ο Πέριν τον βρήκε σε μια από τις πυρές, στριμωγμένο ανάμεσα στα άλογα. Οι υπόλοιποι άντρες σηκώθηκαν και πισωπάτησαν, για να του κάνουν χώρο. Μη ξέροντας κατά πόσον έπρεπε να εκφράσουν συμπόνια, μετά βίας τον κοίταζαν, αποστρέφοντας τη ματιά τους και κρύβοντας τα πρόσωπά τους μέσα στις κουκούλες τους. «Ξέρετε πού βρίσκονται οι άντρες του Μασέμα;» τους ρώτησε, κρύβοντας ένα χασμουρητό πίσω από την παλάμη του. Το σώμα του του έστελνε μηνύματα ότι έπρεπε να κοιμηθεί, αλλά δεν υπήρχε χρόνος.
«Περίπου τρία μίλια νοτιοδυτικά», αποκρίθηκε ο Ντάνιλ με ξινισμένη φωνή, τραβώντας οξύθυμα το μουστάκι του. Ώστε οι δυο ηλίθιες είχαν δίκιο. «Συγκεντρώνονται σαν πάπιες στο Νερόδασος το φθινόπωρο, κι οι περισσότεροι από δαύτους δίνουν την εντύπωση πως θα έγδερναν τις ίδιες τους τις μάνες». Ο αλογομούρης Λεμ αλ’Ντάι έφτυσε αηδιασμένος μέσα από το κενό στα μπροστινά του δόντια, το οποίο είχε αποκτήσει έπειτα από μια συμπλοκή με τον φρουρό ενός εμπόρου μάλλινων ρούχων, πολύ καιρό πριν. Στον Λεμ άρεσε να παλεύει με τις γροθιές του, κι έμοιαζε ανυπόμονος να τα βάλει με κάμποσους ακολούθους του Μασέμα.
«Θα το έκαναν, αν τους πρόσταζε ο Μασέμα», είπε ήσυχα ο Πέριν. «Βεβαιωθείτε πως όλοι το έχουν υπ’ όψιν τους. Ακούσατε πώς πέθαναν οι άντρες της Μπερελαίν;» Ο Ντάνιλ ένευσε κοφτά και κάποιοι από τους υπόλοιπους μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους και μουρμούρισαν οργισμένοι κάτι μέσα από τα δόντια τους. «Είναι μια υπόθεση. Δεν έχει αποδειχθεί τίποτε ακόμα». Ο Λεμ ρουθούνισε κι οι άλλοι φάνηκαν εξίσου μελαγχολικοί με τον Ντάνιλ. Είχαν δει τα πτώματα που άφησαν πίσω τους οι ακόλουθοι του Μασέμα.
Το χιόνι δυνάμωνε κι οι χοντρές νιφάδες σκορπίζονταν πάνω στους χιτώνες των αντρών. Τα άλογα είχαν μαζέψει τις ουρές τους ανάμεσα στα σκέλια τους, για να προφυλαχθούν από το κρύο. Σε λίγες ώρες, αν όχι νωρίτερα, η χιονοθύελλα θα επανερχόταν δριμύτερη. Ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος για να αφήνει κανείς τη ζέστη της φωτιάς, ούτε για να παίρνει τους δρόμους.
«Πείτε σε όλους να κατέβουν από τους λόφους και ξεκινήστε για το σημείο που είχαν στήσει την ενέδρα», τους διέταξε. Ήταν μία από τις αποφάσεις που είχε πάρει καθώς γύριζε πίσω. Είχε ήδη καθυστερήσει πολύ, άσχετα ποιος ή τι υπήρχε εκεί έξω. Οι αποστάτες Αελίτες προηγούνταν κατά πολύ, και σε όποια κατεύθυνση κι αν πήγαιναν, εκτός από νότια ή ανατολικά, όλο και κάποιος θα τους το σφύριζε. Άσε που ήδη θα περίμεναν να τους ακολουθεί. «Θα κινηθούμε έφιπποι μέχρι να σχηματίσω πλήρη εικόνα προς τα πού κατευθυνόμαστε, και κατόπιν ο Γκρέηντυ ή ο Νιλντ θα μας μεταφέρουν εκεί μέσω πύλης. Στείλτε άντρες στην Μπερελαίν και στον Αργκάντα. Θέλω να ξεκινήσουν μαζί μας κι οι Μαγιενοί με τους Γκεαλντανούς. Τοποθετήστε ανιχνευτές και πλαγιοφύλακες, και πείτε τους να μην ψάχνουν Αελίτες τόσο εντατικά, με κίνδυνο να ξεχάσουν ότι υπάρχουν κι άλλοι που θέλουν να μας σκοτώσουν. Δεν θέλω να πέσω πάνω σε κάτι πριν πληροφορηθώ την ύπαρξή του. Επίσης, πείτε στις Σοφές να μην απομακρυνθούν από κοντά μας». Δεν θεωρούσε απίθανο ο Αργκάντα να άρχιζε τις ανακρίσεις, παρά τις διαταγές του. Αν οι Σοφές σκότωσαν μερικούς Γκεαλντανούς σε άμυνα, ο τύπος ίσως εξαπέλυε επίθεση μόνος του, ασχέτως αφοσίωσης. Είχε ένα προαίσθημα πως θα χρειαζόταν κάθε διαθέσιμο μάχιμο άντρα. «Να είστε όσο το δυνατόν ακλόνητοι».
Ο Ντάνιλ δέχτηκε με ηρεμία αυτόν τον καταιγισμό των διαταγών, αλλά τελικά το στόμα του συστράφηκε σε μια αρρωστημένη γκριμάτσα. Ήταν σαν να του έλεγε κάποιος να παραμείνει ακλόνητος έχοντας απέναντί του τον Κύκλο των Γυναικών. «Όπως επιθυμείς, Άρχοντα Πέριν», είπε ξερά, αγγίζοντας με την ανάποδη της παλάμης του το μέτωπό του κι ανεβαίνοντας στη σέλα με την ψηλή ράχη, φωνάζοντας διαταγές τριγύρω.
Κυκλωμένος από άντρες έτοιμους να καβαλικέψουν, ο Πέριν έπιασε από το μανίκι τον Κένλι Μάεριν, ενώ ο νεαρός βρισκόταν ήδη με το ένα πόδι στον αναβολέα, και του ζήτησε να σελώσει τον Γοργοπόδη και να του τον φέρει. Με ένα πλατύ χαμόγελο, ο Κένλι ακούμπησε κι αυτός το μέτωπό του με την ανάποδη της παλάμης του. «Όπως προστάζεις, Άρχοντα Πέριν. Αμέσως».