Ο Πέριν γρύλισε από μέσα του καθώς ο Κένλι κίνησε βαριά προς τα παραταγμένα άλογά, σέρνοντας το καφετί μουνούχι του. Το παλιόπαιδο, δεν θα έβγαζε ποτέ του γένια, έτσι που ξυνόταν όλη την ώρα. Ούτως ή άλλως, τα λίγα χνούδια του ήταν ανακατεμένα.
Περιμένοντας το άλογό του, ο Πέριν πλησίασε στην πυρά. Η Φάιλε τού είχε πει ότι ήταν αναγκασμένος να ζει με όλες αυτές τις τυπικότητες, κάτι που τις περισσότερες φορές κατάφερνε να αγνοεί, με εξαίρεση τη σημερινή πικρή μέρα. Ένιωθε πως το χάσμα ανάμεσα σε εκείνον και στους υπόλοιπους άντρες από την πατρίδα γινόταν ολοένα μεγαλύτερο, και φαινόταν να είναι ο μόνος που επιθυμούσε να το γεφυρώσει. Ο Γκιλ τον βρήκε να μουρμουρίζει μόνος του καθώς είχε απλωμένα τα χέρια του προς τις φλόγες.
«Συγχώρα με για την ενόχληση, Άρχοντά μου», είπε ο Γκιλ, κάνοντας μια υπόκλιση και βγάζοντας με μια γοργή κίνηση το μπόσικο καπέλο του, για να αποκαλύψει μια φαλάκρα με αραιά αχυρένια μαλλιά. Το καπέλο ξαναγύρισε γρήγορα στο κεφάλι του, για να το προστατεύσει από το χιόνι. Γέννημα-θρέμμα της πόλης καθώς ήταν, ένιωθε το κρύο στο πετσί του. Ο ρωμαλέος άντρας δεν ήταν διόλου δουλοπρεπής —ελάχιστοι από τους πανδοχείς του Κάεμλυν ήταν, άλλωστε— αλλά έμοιαζε να απολαμβάνει τις τυπικότητες έως έναν βαθμό. Είχε προσαρμοστεί πολύ καλά στα νέα του καθήκοντα, προς ικανοποίηση της Φάιλε. «Πρόκειται για τον νεαρό Τάλανβορ. Με το πρώτο φως της αυγής, σέλωσε το άλογό του κι έφυγε. Είπε πως είχε πάρει την άδειά σου, αν... αν μέχρι τότε δεν είχαν επιστρέψει οι ομάδες έρευνας, αλλά παραξενεύτηκα, μια και ξέρω πως δεν θα άφηνες να απομακρυνθεί κανείς άλλος».
Ο ανόητος. Όλα όσα αφορούσαν στον Τάλανβορ μαρτυρούσαν πως επρόκειτο για πεπειραμένο στρατιώτη, μολονότι ποτέ δεν είχε γίνει ιδιαίτερα σαφής ως προς το παρελθόν του, αλλά μόνος του ενάντια στους Αελίτες, θα έμοιαζε με λαγό που κυνηγά νυφίτσες. Μα το Φως, πόσο θα ήθελα να πάω μαζί του! Δεν έπρεπε να ακούσω την Μπερελαίν που μίλησε για ενέδρες. Ωστόσο, υπήρχε άλλη μία ενέδρα. Οι ανιχνευτές του Αργκάντα μπορεί να έβρισκαν παρόμοιο τέλος. Ο Πέριν, όμως, έπρεπε να κάνει την κίνησή του. Έπρεπε.
«Ναι», είπε δυνατά. «Του είπα πως μπορεί να φύγει». Αν είχε πει άλλα, θα κράταγε σημείωση αργότερα. Οι άρχοντες το έκαναν συχνά αυτό. Αν, δηλαδή, ξανάβλεπε τον άνδρα ζωντανό. «Μιλάς σαν να θέλεις να πας κι εσύ για κυνήγι».
«Είμαι... πολύ αφοσιωμένος στη Μάιντιν, Άρχοντα μου», αποκρίθηκε ο Γκιλ. Ήρεμη αξιοπρέπεια χρωμάτιζε τη φωνή του, μαζί με έναν τόνο σκληρότητας, λες κι ο Πέριν τού είχε πει πως ήταν πολύ γέρος και χοντρός για κάτι τέτοια. Μύριζε εκνευρισμό κι οξυθυμία, μάλιστα αρκετά έντονα, παρ’ όλο που το ροδαλό από το κρύο πρόσωπό του ήταν ήρεμο. «Όχι όπως ο Τάλανβορ, φυσικά —καμία σχέση— μα πολύ αφοσιωμένος. Το ίδιο ισχύει και για την Αρχόντισσα Φάιλε, βέβαια», πρόσθεσε βιαστικά. «Απλώς, μου φαίνεται πως τη Μάιντιν την ξέρω μια ζωή ολόκληρη. Αξίζει κάτι καλύτερο».
Η ανάσα του Πέριν σχημάτισε αχνό μπροστά στο στόμα του. «Καταλαβαίνω, Αφέντη Γκιλ». Πράγματι, καταλάβαινε. Κι ο ίδιος ήθελε πολύ να τις σώσει όλες, μα ήξερε καλά πως, αν έπρεπε να επιλέξει, θα έπαιρνε τη Φάιλε και θα άφηνε τις υπόλοιπες. Θα έκανε τα πάντα για να τη σώσει. Η οσμή των αλόγων βάραινε τον αέρα, αλλά ο Πέριν μύρισε και κάποιον άλλον, που έμοιαζε οργισμένος, και κοίταξε πάνω από τον ώμο του.
Η Λίνι τον αγριοκοίταζε μέσα από την πολυκοσμία, κάνοντας πότε-πότε στην άκρη, για να μην τη ρίξουν κάτω κατά λάθος όλοι αυτοί οι άντρες, που σπρώχνονταν, για να σχηματίσουν ακανόνιστες σειρές. Ένα κοκαλιάρικο χέρι άδραχνε την άκρη του μανδύα της, ενώ το άλλο κρατούσε ένα ρόπαλο με μπρούντζινη λαβή, μακρύ σχεδόν όσο το μπράτσο της. Ήταν να απορεί κανείς που δεν είχε συνοδεύσει τον Τάλανβορ.
«Μόλις έχω νέα, θα σε ενημερώσω», της υποσχέθηκε. Ένα γουργουρητό στο στομάχι του, του υπενθύμισε με αρκετά δηκτικό τρόπο εκείνο το αρνάκι που είχε περιφρονήσει. Μπορούσε σχεδόν να γευθεί το κρέας και τις φακές. Άλλο ένα χασμουρητό κόντεψε να του σκίσει τα σαγόνια. «Συγχώρα με, Λίνι», είπε μόλις κατάφερε να μιλήσει. «Δεν κοιμήθηκα πολύ χθες βράδυ. Ούτε μπουκιά δεν έβαλα στο στόμα μου. Υπάρχει τίποτα; Λίγο ψωμί, κάτι τέλος πάντων;»
«Έχουμε φάει όλοι κάμποση ώρα πριν», του είπε απότομα η γυναίκα. «Ούτε ψίχουλο δεν έχει μείνει, τα δε καζάνια καθαρίστηκαν κι αποθηκεύτηκαν. Αν επιχειρήσεις να φας τα αποφάγια από ξένα πιάτα, θα πάθεις τρομερό στομαχόπονο. Ειδικά όταν αυτά τα αποφάγια δεν είναι δικά σου». Η φωνή της έσβησε σιγά-σιγά σε ένα μουρμουρητό γεμάτο απογοήτευση. Τον κοίταξε συνοφρυωμένη για ένα ακόμα λεπτό κι έπειτα απομακρύνθηκε, ρίχνοντας άγριες ματιές γύρω της.