«Ξένα πιάτα;» μουρμούρισε ο Πέριν. «Μα, εγώ ούτε δικό μου δεν έχω. Αυτό είναι το πρόβλημα μου, όχι ο στομαχόπονος». Η Λίνι διέσχιζε τον καταυλισμό, προχωρώντας ανάμεσα σε άλογα κι άμαξες. Τρεις ή τέσσερις άντρες τής είπαν κάτι καθώς περνούσε, κι εκείνη τους απάντησε γαβγίζοντας, κραδαίνοντας το ρόπαλο της σε περίπτωση που δεν είχαν πιάσει το υπονοούμενο. Η γυναίκα πρέπει να είχε χάσει το μυαλό της με τη Μάιντιν. «Ή, μήπως, αυτό ήταν ένα από τα ρητά της; Συνήθως, από αυτά βγαίνει περισσότερο νόημα».
«Λοιπόν... όσον αφορά στα διαδικαστικά...» Ο Γκιλ έβγαλε ξανά το καπέλο του κι έριξε μια ματιά στο εσωτερικό, κατόπιν το φόρεσε και πάλι. «Εεε... πρέπει να φροντίσω τις άμαξες, Άρχοντά μου. Να βεβαιωθώ πως όλα είναι έτοιμα».
«Κι ένας τυφλός θα έβλεπε πως όλα είναι έτοιμα», του απάντησε ο Πέριν. «Τι συμβαίνει;»
Το κεφάλι του Γκιλ τινάχτηκε κάπως απότομα, καθώς ο άντρας έψαχνε μια άλλη δικαιολογία. Δεν βρήκε καμιά και χαμήλωσε το βλέμμα του. «Νομίζω πως... πως θα το μάθεις αργά ή γρήγορα», ψέλλισε. «Βλέπεις, Άρχοντα μου, η Λίνι...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πήγε μέχρι το στρατόπεδο των Μαγιενών το πρωί, πριν ξημερώσει, για να δει πώς είσαι και... γιατί δεν είχες επιστρέψει. Η σκηνή της Πρώτης ήταν σκοτεινή, αλλά μια από τις υπηρέτριες της ήταν ξύπνια κι είπε στη Λίνι... Δηλαδή, υπαινίχθηκε... Εννοώ πως... Μη με κοιτάς έτσι, Άρχοντά μου».
Ο Πέριν κατέπνιξε ένα γρύλισμα και πάσχισε να φανεί ήρεμος. Όσο μπορούσε, δηλαδή. Ωστόσο, κάτι από εκείνο το γρύλισμα φανερώθηκε στον τόνο της φωνής του. «Που να καώ, σ’ εκείνη την σκηνή κοιμήθηκα, άνθρωπέ μου. Μόνο αυτό έκανα! Να της το πεις!»
Ένας βίαιος παροξυσμός βήχα ταρακούνησε συθέμελα τον ρωμαλέο άντρα. «Εγώ;» Ο Γκιλ ξεφύσηξε μόλις κατάφερε να ξαναμιλήσει. «Θέλεις να της το πω εγώ; Θα μου σπάσει το κεφάλι και μόνο που θα της το αναφέρω! Έχω την εντύπωση πως αυτή η γυναίκα γεννήθηκε στο Φαρ Μάντινγκ, καταμεσής μιας θύελλας. Το πιθανότερο είναι ότι, μόλις γεννήθηκε, θα έβαλε τις φωνές στον κεραυνό να πάψει να κάνει τόση φασαρία. Μάλλον αυτό θα έγινε».
«Είσαι σαμπαγιάν», αποκρίθηκε ο Πέριν. «Η δουλειά σου δεν είναι μονάχα να φορτώνεις καρότσες στο χιόνι». Επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να δαγκώσει κάποιον!
Ο Γκιλ το διαισθάνθηκε. Μουρμούρισε κάτι με αβροφροσύνη, έκανε μια σπασμωδική υπόκλιση κι απομακρύνθηκε βιαστικά, τραβώντας τον μανδύα πάνω στο κορμί του. Όχι για να βρει τη Λίνι, ο Πέριν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Ο Γκιλ μπορεί να είχε το γενικό πρόσταγμα του σπιτικού αλλά καμία εξουσία πάνω σε αυτή τη γυναίκα. Κανείς δεν διέταζε τη Λίνι να κάνει κάτι, εκτός από τη Φάιλε.
Ο Πέριν παρακολουθούσε μελαγχολικός τους ανιχνευτές να ξεμακραίνουν μέσα στη χιονόπτωση, δέκα άντρες που έριχναν προσεκτικές ματιές στα δέντρα γύρω τους, πριν χαθούν πέρα από τις άμαξες. Μα το Φως, οι γυναίκες ήταν ικανές να πιστέψουν οτιδήποτε σχετικά με έναν άντρα, αρκεί να ήταν κάτι αρνητικό. Κι όσο πιο αρνητικό ήταν, τόσο περισσότερο το συζητούσαν. Νόμιζε πως η Ροζέν κι η Νάνα ήταν οι μόνες για τις οποίες έπρεπε να ανησυχεί. Το πιθανότερο ήταν πως η Λίνι, επιστρέφοντας, είχε μιλήσει στην Μπριάνε, την άλλη υπηρέτρια της Φάιλε, και μέχρι αυτή τη στιγμή η Μπριάνε θα είχε διαδώσει το νέο σε κάθε γυναίκα του καταυλισμού. Υπήρχαν κάμποσες ανάμεσα στους εκπαιδευτές αλόγων και στους οδηγούς αμαξών και, καθότι Καιρχινές, πιθανότατα δεν θα καθυστέρησαν διόλου να το ψιθυρίσουν και στους άντρες, κάτι που δεν ήταν ιδιαίτερα αποδεκτό στους Δύο Ποταμούς. Από τη στιγμή που σου κολλούσε η ρετσινιά, δεν ήταν εύκολο να τη βγάλεις από πάνω σου. Ξαφνικά, οι άντρες που του έκαναν χώρο για να περάσει, τον έβλεπαν υπό διαφορετική οπτική γωνία, τον ατένιζαν με κάποια αβεβαιότητα, ακόμα κι ο Λεμ που έφτυνε. Μέσα στ μυαλό του, το πλατύ χαμόγελο του Κένλι απέκτησε μια χροιά κακεντρέχειας. Το μόνο καλό ήταν ότι η Φάιλε δεν θα το πίστευε. Σίγουρα δεν θα το πίστευε.
Ο Κένλι επέστρεψε τρικλίζοντας μέσα στο χιόνι, σέρνοντας πίσω του τον Γοργοπόδη και το ψηλόλιγνο ευνουχισμένο του ζώο. Και τα δυο άλογα ήταν ταλαιπωρημένα από το κρύο, με τα αυτιά και τις ουρές τους διπλωμένες, ο δε σταχτοκαστανός επιβήτορας δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να δαγκώσει το υποζύγιο του Κένλι, κάτι που συνήθιζε.
«Μη δείχνεις τα δόντια σου όλη την ώρα», είπε κοφτά ο Πέριν, αρπάζοντας τα χαλινάρια του Γοργοπόδη. Το αγόρι τον κοίταξε γεμάτο αμφιβολία κι έπειτα μαζεύτηκε, ρίχνοντας ματιές πάνω από τον ώμο του.
Γρυλίζοντας μέσα από τα δόντια του, ο Πέριν ήλεγξε το στήριγμα της σέλας. Είχε έρθει η ώρα να βρει τον Μασέμα, αλλά δεν καβαλίκευσε. Έπεισε τον εαυτό του πως έφταιγε το ότι ήταν κουρασμένος και πεινασμένος, κι ότι ήθελε λίγη ξεκούραση και κάτι να βάλει στο στομάχι του, αν δηλαδή έβρισκε τίποτα. Όσο όμως κι αν ήταν εκεί ο νους του, δεν έπαψε να βλέπει μπροστά του καμένες αγροικίες και πτώματα κρεμασμένα στην άκρη του δρόμου, άντρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά. Ακόμα κι αν ο Ραντ εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Αλτάρα, ο δρόμος ήταν μακρύς. Ωστόσο, δεν είχε άλλη επιλογή, ούτε και θα μπορούσε ποτέ να πείσει τον εαυτό του για μια εναλλακτική λύση.