Στεκόταν με το μέτωπο ακουμπισμένο πάνω στη σέλα του Γοργοπόδη, όταν τον αναζήτησε μια αντιπροσωπεία από αυτούς τους νεαρούς ανόητους, που είχαν προσκολληθεί στη Φάιλε, σχεδόν μια ντουζίνα από δαύτους. Ίσιωσε κουρασμένα το κορμί του, ευχόμενος να τους έθαβε όλους το χιόνι.
Η Σελάντε, μια κοντή, λυγερή γυναίκα, με πράσινα γάντια και τις γροθιές τοποθετημένες στους γοφούς της, πήγε και κάθισε δίπλα στα πίσω πόδια του Γοργοπόδη, ενώ ένας οργισμένος μορφασμός ρυτίδωνε το μέτωπό της. Κατάφερνε να μένει κορδωμένη κι ακίνητη. Παρά τη χιονόπτωση, η μια πλευρά του χιτώνα της ήταν τραβηγμένη, έτσι ώστε να έχει εύκολη πρόσβαση στο ξίφος της, αποκαλύπτοντας έξι λαμπερές χαρακιές κατά μήκος τους μπροστινού μέρους του σκούρου μπλε πανωφοριού της. Όλες οι γυναίκες φορούσαν ρούχα και ξίφη αντρικά, και συνήθως ήταν πιο αποφασισμένες να τα χρησιμοποιήσουν, πράγμα που έλεγε πολλά. Άντρες και γυναίκες, ήταν εξαιρετικά ευερέθιστοι απέναντι σε οποιονδήποτε, και δεν το είχαν σε τίποτα να μονομαχούν όλη μέρα, αν η Φάιλε δεν έβαζε τέρμα σε τέτοια συμπεριφορά. Άντρες και γυναίκες, όλη η παρέα της Σελάντε, μύριζαν οργή, μελαγχολία, μιζέρια και νευρικότητα, ανέδιδαν μια οσμή που του γαργαλούσε δυσάρεστα τα ρουθούνια.
«Σε βλέπω, Άρχοντα Πέριν», είπε με επισημότητα η Σελάντε, με τη ζωηρή προφορά της Καιρχίν. «Οι ετοιμασίες ολοκληρώθηκαν, αλλά εξακολουθούν να αρνούνται να μας δώσουν τα άλογά μας. Θα επιληφθείς του θέματος;» Το έκανε να ακούγεται σαν απαίτηση.
Εκείνη τον έβλεπε, αλλά ο ίδιος ευχήθηκε να μην μπορούσε να τη δει. «Οι Αελίτες περπατούν», γρύλισε, καταπνίγοντας ένα χασμουρητό, χωρίς να νοιάζεται καν για τα οργισμένα βλέμματα που τράβηξε επάνω του. Προσπάθησε να μη σκέφτεται τον ύπνο. «Αν δεν περπατάτε, ανεβείτε στις καρότσες».
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» ανήγγειλε αγέρωχα μια Δακρυνή, με το ένα χέρι να κρατάει σφιχτά την άκρη του μανδύα της και με το άλλο να είναι ακουμπισμένο στη λαβή του ξίφους της. Η Μέντορε ήταν ψηλή, με λαμπερά γαλανά μάτια σε σκοτεινό πρόσωπο, όχι ιδιαίτερα όμορφη αλλά ούτε κι άσχημη. Τα χοντρά, κόκκινα, ριγωτά μανίκια του πανωφοριού της φάνταζαν κάπως παράξενα συγκριτικά με το πληθωρικό της στήθος. «Η Κοκκινόφτερη είναι το αγαπημένο μου άλογο! Δεν θ’ ανεχτώ να μου την αρνηθούν!»
«Τρίτη φορά», είπε κάπως ακατανόητα η Σελάντε. «Μόλις σταματήσουμε απόψε, θα κουβεντιάσουμε σχετικά με το τοχ σου, Μέντορε Νταμάρα».
Ο πατέρας της Μέντορε, ο Άστοριλ, υποτίθεται πως ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας που είχε αποσυρθεί στα κτήματά του στην επαρχία χρόνια πριν, μα εξακολουθούσε να είναι Υψηλός Άρχοντας. Λαμβάνοντας αυτά υπ’ όψιν, η θυγατέρα του κατείχε υψηλότερη θέση από αυτή της Σελάντε, που δεν ήταν παρά μια επουσιώδης ευγενής της Καιρχίν. Ωστόσο, η Μέντορε ξεροκατάπιε και γούρλωσε τα μάτια της, λες και περίμενε να τη γδάρουν ζωντανή.
Ξαφνικά, ο Πέριν ένιωθε να μπουχτίζει με όλους αυτούς τους ηλίθιους και με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των Αελιτών, καθώς και με όλες αυτές τις σαχλαμάρες περί αγνής κι υψηλής καταγωγής. «Πότε αρχίσατε να κατασκοπεύετε με εντολή της συζύγου μου;» απαίτησε να μάθει. Οι γυναίκες έμειναν ακίνητες, λες και πάγωσαν οι ραχοκοκαλιές τους.
«Διεκπεραιώνουμε δευτερεύουσες εργασίες και θελήματα, όπως απαιτεί από εμάς κατά καιρούς η Αρχόντισσα Φάιλε», είπε η Σελάντε ύστερα από μια παρατεταμένη σιωπή, κι ο τόνος της φωνής της ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός. Η επιφυλακτικότητα ήταν πολύ έντονη στην οσμή της. Όλο αυτό το τσούρμο μύριζε σαν αλεπούδες που αναρωτιόνταν μήπως κάποιο κουνάβι είχε καταλάβει τα λημέρια τους.
«Πήγε πράγματι για κυνήγι η γυναίκα μου, Σελάντε;» γρύλισε με έξαψη ο Πέριν. «Ποτέ δεν είχε θελήσει κάτι τέτοιο στο παρελθόν». Η οργή φούντωνε μέσα του, φλόγες αναδεύονταν από τα γεγονότα της ημέρας. Με το ένα του χέρι παραμέρισε τον Γοργοπόδη και πλησίασε τη γυναίκα, δεσπόζοντας από πάνω της. Ο επιβήτορας τίναξε το κεφάλι του, διαισθανόμενος το χιούμορ του Πέριν. Το γαντοφορεμένο του χέρι πονούσε από το σφιχτό κράτημα των ηνίων. «Ή μήπως σκόπευε να συναντήσει κάποιους από εσάς, φρέσκους από τα Άμπιλα; Μπας και την απήγαγαν εξαιτίας της καταραμένης της κατασκοπίας σας;»