Выбрать главу

Τα λόγια του δεν έβγαζαν νόημα, και το ήξερε πολύ καλά. Η Φάιλε θα μπορούσε κάλλιστα να μιλήσει μαζί τους οπουδήποτε. Άσε που ποτέ δεν θα κανόνιζε να συναντήσει τους κατασκόπους της —τους πληροφοριοδότες της, αν είναι δυνατόν— παρουσία της Μπερελαίν. Μεγάλο λάθος να μιλάει κανείς δίχως να σκέφτεται. Ο Πέριν γνώριζε σχετικά με τον Μασέμα και τους Σωντσάν εξαιτίας της κατασκοπίας τους. Ωστόσο, ήθελε να ξεσπάσει κάπου, έπρεπε να ξεσπάσει, κι αυτοί που επιθυμούσε να εξοντώσει βρίσκονταν μίλια μακριά. Μαζί με τη Φάιλε.

Η Σελάντε αντιμετώπισε την οργή του. Τα μάτια της στένεψαν κι έγιναν χαρακιές. Τα δάχτυλά της ανοιγόκλειναν στη λαβή του σπαθιού της, και δεν ήταν μόνη της. «Θα δίναμε τις ζωές μας για την Αρχόντισσα Φάιλε!» είπε, σαν να έφτυνε τα λόγια. «Δεν κάναμε το παραμικρό που θα την έθετε σε κίνδυνο! Ορκιστήκαμε σ’ αυτήν με τον υδάτινο όρκο!» Στη Φάιλε, όχι σ’ αυτόν, πρόσθετε χωρίς λόγια ο τόνος της φωνής της.

Λογικά, θα έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη, και το ήξερε καλά. Αντί γι’ αυτό όμως, είπε: «θα πάρετε πίσω τα άλογά σας, αν μου δώσετε τον λόγο σας ότι θα κάνετε αυτό που θα σας πω κι ότι θα αποφύγετε τις βεβιασμένες κινήσεις». Η λέξη «βεβιασμένες» δεν ήταν ταιριαστή γι’ αυτό εδώ το τσούρμο. Οι Τσα Φάιλε ήταν ικανοί να ενεργήσουν αυτοβούλως μόλις μάθαιναν πού βρισκόταν η αρχηγός τους, που σημαίνει πως δεν το είχαν σε τίποτα να τη θέσουν σε θανάσιμο κίνδυνο. «Όταν τη βρούμε, εγώ θα αποφασίσω τον τρόπο που θα τη σώσουμε. Αν ο υδάτινος όρκος σας λέει κάτι άλλο, κάντε έναν κόμπο, για να μη σας δέσω εγώ κόμπο».

Το σαγόνι της γυναίκας σφίχτηκε και το σκυθρώπιασμά της βάθυνε, αλλά τελικά είπε: «Σύμφωνοι!» Τα λόγια έμοιαζαν βγαλμένα με το τσιγκέλι από μέσα της. Ένας μακρομύτης Δακρυνός, ονόματι Κάρλον, μούγκρισε μια διαμαρτυρία, αλλά η Σελάντε ανασήκωσε ένα δάχτυλο κι ο άντρας έκλεισε το στόμα του. Με τόσο στενό πηγούνι, μάλλον λυπόταν να ξυρίσει τη γενειάδα του. Η μικροκαμωμένη γυναίκα τούς είχε όλους στο χέρι, αν κι αυτό δεν την έκανε να φαντάζει λιγότερο ανόητη. Υδάτινος όρκος και τρίχες! Δεν απέστρεψε στιγμή το βλέμμα της από τον Πέριν. «Θα υπακούμε σε σένα μέχρι να επιστρέψει η Αρχόντισσα Φάιλε. Κατόπιν, θα ανήκουμε μονάχα σε αυτήν. Αυτή θα αποφασίσει για το τοχ μας». Η τελευταία της πρόταση έμοιαζε να απευθύνεται πιότερο στους υπόλοιπους παρά στον Πέριν.

«Πολύ καλά», της είπε. Πάσχισε να μετριάσει τον τόνο της φωνής του, αλλά εξακολουθούσε να ακούγεται τραχύς. «Γνωρίζω πως όλοι σας της είστε πιστοί και το εκτιμώ». Ήταν και το μόνο που εκτιμούσε επάνω τους. Ως απολογία δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, και κάπως έτσι το εξέλαβαν όλοι. Ένα μούγκρισμα από τη μεριά της Σελάντε ήταν η μόνη απάντηση που πήρε, καθώς και τα αγριοκοιτάγματα των υπολοίπων καθώς απομακρύνονταν. Ας είναι. Αρκεί να κρατούσαν τον λόγο τους. Όλος αυτός ο συρφετός δεν είχε δουλέψει τίμια ούτε μία μέρα.

Ο καταυλισμός άδειαζε πλέον. Οι άμαξες κίνησαν νότια, γλιστρώντας πάνω στα έλκηθρα, πίσω από τα άλογα που τις έσερναν. Τα άλογα άφηναν βαθιά ίχνη, αλλά τα έλκηθρα δεν έφτιαχναν παρά ρηχά αυλάκια, που το αδιάκοπο χιόνι κάλυπτε αμέσως. Οι τελευταίοι άντρες του λόφου σκαρφάλωναν στις σέλες τους κι ενώνονταν με τους άλλους που ήδη προχωρούσαν ιππαστί με τις άμαξες. Λίγο πιο μακριά, από τη μια πλευρά, άρχισαν να περνούν οι Σοφές· ακόμα κι οι γκαϊ’σάιν που οδηγούσαν τα υποζύγια ήταν έφιπποι. Όσο ακλόνητος κι αν είχε τολμήσει να είναι ο Ντάνιλ, αν και συνήθως δεν ήταν, προφανώς αρκούσε. Οι Σοφές φάνταζαν εξαιρετικά αδέξιες καβάλα στα άλογα, σε σύγκριση με τη χάρη της Σέονιντ και της Μασούρι, αν κι οι γκαϊ’σάιν ήταν χειρότεροι. Οι άντρες κι οι γυναίκες με τα λευκά χιτώνια προχωρούσαν έφιπποι από την τρίτη κιόλας μέρα του χιονιού, ωστόσο ήταν σκυμμένοι πάνω στα ψηλά μπροστάρια των σελών τους κι άδραχναν τον λαιμό ή τη χαίτη των ζώων, σαν να περίμεναν πως με το επόμενο βήμα του θα έπεφταν κάτω. Για να καβαλικέψουν εξ αρχής είχαν απαιτηθεί οι άμεσες προσταγές των Σοφών, παρ’ όλο που μερικοί θα προτιμούσαν να κατέβουν και να βαδίσουν, αν δεν παρακολουθούνταν.

Ο Πέριν ανέβηκε στη ράχη του Γοργοπόδη. Δεν ήταν καν σίγουρος ότι δεν θα έπεφτε κι ο ίδιος. Όμως, είχε έρθει η ώρα να βαδίσει έναν δρόμο που δεν ήθελε. Θα σκότωνε για ένα κομμάτι ψωμί. Ή για λίγο τυρί. Ή για ένα καλοψημένο κουνέλι.

«Έρχονται Αελίτες!» φώναξε κάποιος από την κορυφή της φάλαγγας, κι όλοι σταμάτησαν επί τόπου. Ακούστηκαν κι άλλες φωνές, μεταδίδοντας το μήνυμα, λες κι οι άλλοι δεν είχαν ακούσει τίποτα, κι οι άντρες ετοιμάστηκαν για δράση, λύνοντας τα τόξα από τη ράχη τους. Οι οδηγοί των αμαξών στάθηκαν όρθιοι στα καθίσματά τους ατενίζοντας μπροστά ή πηδούσαν κάτω, για να ζαρώσουν δίπλα στα οχήματα. Γρυλίζοντας μέσα από τα δόντια του, ο Πέριν σπιρούνισε τον Γοργοπόδη στα πλευρά.