Выбрать главу

Στο μέτωπο της φάλαγγας, ο Ντάνιλ εξακολουθούσε να είναι καρφωμένος πάνω στη σέλα του, όπως κι οι δύο άντρες που κουβαλούσαν εκείνα τα καταραμένα λάβαρα, αλλά καμιά τριανταριά άλλοι είχαν ήδη ξεπεζέψει, με τα καλύμματα βγαλμένα από τις χορδές των τόξων τους και με τα βέλη τοποθετημένα στις εγκοπές. Οι άντρες που κρατούσαν τα άλογα για λογαριασμό εκείνων που είχαν ξεπεζέψει σπρώχνονταν, δείχνοντας προς ένα σημείο και πασχίζοντας να έχουν απρόσκοπτη θέα. Εκεί βρίσκονταν κι ο Γκρέηντυ με τον Νιλντ, κοιτώντας μπροστά με διαπεραστικά βλέμματα, καθισμένοι ωστόσο ήρεμα πάνω στα άλογά τους. Όλοι οι άλλοι ανέδιδαν μια δυσάρεστη μυρωδιά έξαψης. Μόνο οι Άσα’μαν μύριζαν... ετοιμότητα.

Ο Πέριν διέκρινε αυτό που ατένιζαν μέσα από τα δέντρα πολύ πιο καθαρά απ’ ό,τι εκείνοι. Δέκα πεπλοφόροι Αελίτες προχωρούσαν τροχάζοντας προς το μέρος τους μες στη χιονόπτωση, με τον επικεφαλής να οδηγεί ένα ψηλό άσπρο άτι. Λίγο πιο πίσω, κάλπαζαν τρεις άντρες, καλυμμένοι με κουκούλες και χιτώνες. Υπήρχε κάτι παράξενο στον τρόπο με τον οποίο κινούνταν οι Αελίτες. Επίσης, υπήρχε ένα δέμα δεμένο στη σέλα του άσπρου αλόγου. Ο Πέριν ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να περιέχει κάποιο πτώμα.

«Κατεβάστε τα τόξα σας», είπε. «Είναι το άλογο της Αλιάντρε. Μάλλον είναι δικοί μας. Δεν βλέπετε πως οι Αελίτες είναι Κόρες;» Καμία από τις μορφές δεν ήταν αρκετά ψηλή για αρσενικό εκπρόσωπο του Άελ.

«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι είναι Αελίτες», μουρμούρισε ο Ντάνιλ, κοιτώντας τον λοξά. Όλοι θεωρούσαν δεδομένη την οξύτητα της όρασης του, μάλιστα καμάρωναν γι’ αυτό, αλλά ο ίδιος προσπαθούσε να μην τους φανερώσει πόσο καλά έβλεπε στην πραγματικότητα. Εκείνη τη στιγμή, πάντως, ούτε που τον ένοιαζε.

«Δικοί μας είναι», είπε ο Πέριν στον Ντάνιλ. «Μείνετε όλοι εδώ».

Αργά-αργά, κίνησε να συναντήσει την ομάδα που επέστρεφε. Οι Κόρες άρχισαν να αποκαλύπτονται καθώς τις προσέγγιζε. Μέσα από τη βαθιά κουκούλα κάποιου έφιππου άντρα, ο Πέριν διέκρινε το σκοτεινό πρόσωπο του Φούρεν Αλχάρα. Οι τρεις Πρόμαχοι, λοιπόν. Έπρεπε να επιστρέψουν όλοι μαζί. Τα άλογά τους έμοιαζαν εξίσου κουρασμένα με τον ίδιο, εξουθενωμένα σχεδόν. Ήθελε να αναγκάσει τον Γοργοπόδη να τρέξει κοντά τους, για να ακούσει τι είχαν να αναφέρουν. Φοβόταν τι θα άκουγε. Πτώματα, που τώρα θα κατασπαράζονταν από κοράκια, αλεπούδες, κουνάβια και το Φως μόνο ήξερε τι άλλο. Ίσως η ομάδα να τον λυπήθηκε και δεν έφερε πίσω όσα είχε βρει. Όχι! Η Φάιλε έπρεπε να είναι ζωντανή. Πάσχισε να καρφώσει αυτή τη σκέψη μέσα στο κεφάλι του, αλλά τον πόνεσε σαν να άρπαξε μια κοφτερή λάμα με γυμνή παλάμη.

Ξεπέζεψε μπροστά τους αλλά σκόνταψε και χρειάστηκε να κρατηθεί από τη σέλα, για να μην πέσει. Αισθάνθηκε να μουδιάζει από τον έντονο πόνο του να κρατηθεί σε αυτή τη συγκεκριμένη σκέψη. Έπρεπε να είναι ζωντανή. Για κάποιο λόγο, οι μικρολεπτομέρειες μεγεθύνονταν και γίνονταν σημαντικές. Δεν ήταν ένα το δέμα που είχαν δέσει στην περίτεχνα φτιαγμένη σέλα, μα αρκετά μικρά δεματάκια, που έμοιαζαν με κουρέλια μαζεμένα από δω κι από κει. Οι Κόρες φορούσαν χιονοπέδιλα, φτιαγμένα πρόχειρα από αμπελόκλημα κι ευλύγιστα κλαριά πεύκου, με τις βελόνες αφημένες ακόμα επάνω τους. Να γιατί έμοιαζαν να περπατούν παράξενα. Ο Τζόνταϊν θα πρέπει να τους είχε δείξει πώς να τα φτιάξουν. Πάσχισε να συγκεντρωθεί. Νόμιζε πως η καρδιά του ήταν έτοιμη να πεταχτεί από το στήθος του.

Αδράχνοντας το κοντάρι και την ασπίδα με το αριστερό της χέρι, η Σούλιν πήρε ένα από τα μικρά υφασμάτινα δεματάκια από τη σέλα και τον πλησίασε. Το ροδαλό σημάδι που διέτρεχε το σκληρό της μάγουλο συσπάστηκε καθώς χαμογέλασε. «Χαρμόσυνα νέα, Πέριν Αϋμπάρα», είπε μαλακά, παραδίδοντάς του το σκούρο μπλε ύφασμα. «Η γυναίκα σου είναι ζωντανή». Ο Αλχάρα αντάλλαξε ματιές με τον άλλο Πρόμαχο της Σέονιντ, τον Τέρυλ Γουάιντερ, και συνοφρυώθηκε. Ο άντρας της Μασούρι, ο Ροβέρ Κίρκλιν, κοιτούσε ακριβώς μπροστά του με πέτρινο βλέμμα. Έβγαζε μάτι, όσο και τα γυριστά μουστάκια του Γουάιντερ, πως δεν ήταν σίγουροι αν τα νέα ήταν καλά. «Οι υπόλοιποι πασχίζουν να δουν τι άλλο μπορεί να βρεθεί», συνέχισε η γυναίκα. «Παρ’ όλο που ήδη έχουμε ανακαλύψει αρκετές παραδοξότητες».

Ο Πέριν άφησε το δέμα να ξεδιπλωθεί στα χέρια του. Ήταν το φόρεμα της Φάιλε, σκισμένο στο μπροστινό μέρος και κατά μήκος των μανικιών. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ρουφώντας μέσα του το άρωμα της Φάιλε, μια αχνή μυρωδιά λουλουδάτου σαπουνιού, ένα ανάλαφρο ίχνος του ευωδιαστού αρώματός της αλλά, πάνω απ’ όλα, η προσωπική της οσμή. Δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία αίματος. Οι υπόλοιπες Κόρες μαζεύτηκαν γύρω του, ηλικιωμένες γυναίκες οι πιο πολλές, με πρόσωπα σκληρά, αν κι όχι τόσο όσο της Σούλιν. Οι Πρόμαχοι ξεπέζεψαν, χωρίς τίποτα επάνω τους να μαρτυρεί πως ίππευαν όλη νύχτα, αλλά έμειναν λίγο πιο πίσω από τις Κόρες.