«Όλοι οι άντρες σκοτώθηκαν», είπε η νευρώδης γυναίκα, «αλλά, κρίνοντας από τα ρούχα που βρήκαμε, η Αλιάντρε Κιγκάριν, η Μάιντιν Ντορλαίν, η Λασίλ Άλντοργουιν κι η Αρρέλα Σιέγκο, καθώς και δύο άλλες ακόμα, έγιναν γκαϊ’σάιν». Οι άλλες δύο θα πρέπει να ήταν η Μπάιν κι η Τσιάντ· αν τις κατονόμαζε, σε συνδυασμό με την απαγωγή τους, θα τις ντρόπιαζε. Κάτι είχε μάθει κι αυτός για τις Αελίτισσες. «Είναι ενάντια στο έθιμο, αλλά τις προστατεύει». Ο Γουάιντερ συνοφρυώθηκε γεμάτος αμφιβολία και πάσχισε να το κρύψει τακτοποιώντας την κουκούλα του.
Οι προσεκτικές τομές έμοιαζαν με αυτές που κάνει κάποιος σε ένα ζώο όταν πρόκειται να το γδάρει. Η εικόνα χτύπησε τον Πέριν απότομα. Κάποιος είχε σκίσει τα ρούχα της Φάιλε! Η φωνή του έγινε τρέμουλο. «Μόνο γυναίκες πήραν;»
Μια στρογγυλοπρόσωπη νεαρή Κόρη, ονόματι Μπριέιν, κούνησε το κεφάλι της. «Νομίζω πως υπήρχαν και τρεις άντρες, που προορίζονταν για γκαϊ’σάιν, αλλά έδωσαν σκληρή μάχη και σκοτώθηκαν με μαχαίρι ή δόρυ. Όλοι οι υπόλοιποι πέθαναν από βέλη».
«Δεν είναι έτσι, Πέριν Αϋμπάρα», είπε η Ελιέντα βιαστικά, κι ακουγόταν σοκαρισμένη. Ήταν ψηλή γυναίκα, με πλατιούς ώμους, και κατάφερνε να φαίνεται σχεδόν μητρική, παρ’ όλο που ο Πέριν την είχε δει κάποτε να ρίχνει κάτω έναν άντρα με τη γροθιά της. «Το να κάνεις κακό σε γκαϊ’σάιν είναι σαν να κάνεις κακό σε παιδί ή σε σιδερά. Ήταν λάθος τους που απήγαγαν υδρόβιες, αλλά δεν πιστεύω ότι θα καταπατήσουν σε τέτοια έκταση το έθιμο. Είμαι σίγουρη πως δεν θα τιμωρηθούν καν, αν καταφέρουν να είναι πειθήνιες μέχρι να ανανήψουν. Υπάρχουν κι άλλες γι’ αυτή τη δουλειά». Άλλες; Μάλλον εννοούσε την Μπάιν με την Τσιάντ.
«Προς τα πού πήγαν;» ρώτησε. Η Φάιλε πειθήνια; Αδύνατον να το φανταστεί. Τουλάχιστον, άσ’ τη να προσπαθήσει μέχρι να τη βρει.
«Περίπου νότια», αποκρίθηκε η Σούλιν. «Περισσότερο νότια παρά ανατολικά. Αφού το χιόνι κάλυψε τα ίχνη τους, ο Τζόνταϊν Μπάραν είδε κι άλλα ίχνη. Αυτά που ακολουθούσαν οι άλλοι. Τον πιστεύω. Βλέπει εξίσου καλά με τον Ιλάυας Ματσίρα, κι είναι πολλά αυτά που έχει να δει». Χώνοντας τα δόρατά της πίσω από τη φαρέτρα στην πλάτη της, κρέμασε την ασπίδα από τη λαβή του βαριού μαχαιριού της ζώνης της. Τα δάχτυλά της ξέσπασαν σε χειρομιλία κι η Ελιέντα έλυσε ένα δεύτερο, μεγαλύτερο δέμα και της το έδωσε. «Πολύς κόσμος κινείται εκεί έξω, Πέριν Αϋμπάρα, και πολλά παράξενα συμβαίνουν. Νομίζω πως πρώτα πρέπει να δεις αυτό». Η Σούλιν ξεδίπλωσε ένα ακόμα κομμένο ρούχο, πράσινο αυτή τη φορά. Του φάνηκε πως το θυμόταν φορεμένο από την Αλιάντρε. «Αυτά τα βρήκαμε στο σημείο που πήραν τη γυναίκα σου». Στο εσωτερικό, σαράντα ή πενήντα Αελίτικα βέλη μετακινήθηκαν, σχηματίζοντας σωρό. Πάνω στα φτερά τους υπήρχαν σκούρες κηλίδες, ενώ η οσμή του ξεραμένου αίματος τον χτύπησε στα ρουθούνια.
«Τάαρνταντ», είπε η Σούλιν, τραβώντας ένα βέλος και ρίχνοντάς το στο έδαφος με μια απότομη κίνηση. «Μιαγκόμα». Πήρε άλλα δύο και τα πέταξε κι αυτά. «Γκόσιεν». Τα δύο τελευταία την ανάγκασαν να κάνει μια γκριμάτσα· ανήκε κι η ίδια στο Γκόσιεν. Φατρία τη φατρία, τα ονομάτισε όλα εκτός από των Σάιντο, ρίχνοντας κάτω τα βέλη μέχρι που τα μισά κείτονταν σκόρπια τριγύρω της. Σήκωσε το κομμένο φόρεμα, κρατώντας ό,τι είχε απομείνει και με τα δυο χέρια, κι έπειτα σκόρπισε και τα υπόλοιπα. «Σάιντο», είπε με νόημα.
Σφίγγοντας το φόρεμα της Φάιλε πάνω στο στήθος του —η οσμή της ανακούφιζε τον πόνο που ένιωθε στην καρδιά, αλλά ταυτόχρονα τον επιδείνωνε— ο Πέριν κοίταξε συνοφρυωμένος τα βέλη που κείτονταν σωρηδόν στο χιόνι. Κάποια από αυτά είχαν ήδη θαφτεί κάτω από το φρέσκο στρώμα. «Πάρα πολλοί Σάιντο», είπε τελικά. Θα έπρεπε να τους είχαν αναχαιτίσει όλους στο Μαχαίρι του Σφαγέα, πεντακόσιες λεύγες μακριά. Αν, όμως, κάποιες από τις Σοφές τους μάθαιναν να Ταξιδεύουν... Ή ακόμα και κάποιος από τους Αποδιωγμένους... Μα το Φως, παραληρούσε σαν τρελαμένος —τι σχέση είχαν οι Αποδιωγμένοι με όλα αυτά;— παραληρούσε, ενώ έπρεπε να σκεφτεί λογικά. Ένιωθε το μυαλό του εξίσου κουρασμένο με το υπόλοιπο κορμί του. «Όσο για τους υπόλοιπους, είναι άνθρωποι που δεν θα αποδέχονταν ποτέ τον Ραντ ως Καρ’α’κάρν». Αυτά τα καταραμένα χρώματα άστραψαν ξαφνικά στο κεφάλι του. Δεν είχε χρόνο για τίποτε άλλο, παρά μόνο για να βρει τη Φάιλε. «Ενώθηκαν με τους Σάιντο». Κάποιες από τις Κόρες απέστρεψαν τις ματιές τους, ενώ η Ελιέντα τον αγριοκοίταξε. Γνώριζαν πολύ καλά ότι μερικοί όντως το είχαν κάνει, αλλά ήταν από αυτά τα πράγματα που δεν τους άρεσε να ακούνε φωναχτά. «Πόσους υπολογίζεις συνολικά; Δεν φαντάζομαι να αναφέρεσαι σε ολόκληρη τη φατρία». Αν οι Σάιντο βρίσκονταν εκεί εν σώματι, δεν θα ακούγονταν μόνον απλές φήμες για μακρινές ληστρικές επιδρομές. Θα το γνώριζε όλη η Αμαδισία, παρά τα προβλήματά της.