«Όχι, αλλά περίπου. Έτσι νομίζω, δηλαδή», μουρμούρισε ο Γουάιντερ μέσα από τα δόντια του. Η δήλωσή του δεν προοριζόταν για τα αυτιά του Πέριν.
Απλώνοντας το χέρι της ανάμεσα στα δέματα που ήταν δεμένα πάνω στην περίτεχνη σέλα, η Σούλιν τράβηξε μια πάνινη κούκλα ντυμένη με καντιν’σόρ. «Τη βρήκε ο Ιλάυας Ματσίρα λίγο πριν επιστρέψουμε, κάπου σαράντα μίλια από δω». Κούνησε το κεφάλι της και, για μια στιγμή, η φωνή κι η οσμή της υποδήλωναν πως ένιωθε... ξαφνιασμένη. «Είπε ότι τη μύρισε κάτω από το χιόνι. Αυτός κι ο Τζόνταϊν Μπάραν ανακάλυψαν γδαρσίματα στα δέντρα που, όπως είπαν, προκλήθηκαν από άμαξες. Από πάρα πολλές άμαξες. Αν υπάρχουν και παιδιά... Μου φαίνεται πως πρόκειται για ολόκληρη σέπτα, Πέριν Αϋμπάρα. Ίσως και για περισσότερες από μία. Ακόμα και μία μόνο σέπτα διαθέτει τουλάχιστον χίλια δόρατα, και περισσότερα αν χρειαστεί. Κάθε άντρας, εκτός από τους σιδεράδες, μπορεί στην ανάγκη να χρησιμοποιήσει δόρυ. Βρίσκονται σε απόσταση αρκετών ημερών νότια από εμάς, ίσως και περισσότερο απ’ ό,τι μπορώ να υπολογίσω με αυτό το χιόνι. Πιστεύω, όμως, πως αυτοί που απήγαγαν τη γυναίκα σου θα τους ανταμώσουν».
«Ο συγκεκριμένος σιδεράς, πάντως, χρησιμοποίησε δόρυ», μουρμούρισε ο Πέριν. Χίλια δόρατα, μπορεί και παραπάνω. Ο ίδιος διέθετε πάνω από δύο χιλιάδες, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους Φτερωτούς Φρουρούς και τους άντρες του Αργκάντα. Ωστόσο, ενάντια στους Αελίτες, η πλάστιγγα έγερνε υπέρ των Σάιντο, Ψηλάφισε την κούκλα στο νευρώδες χέρι της Σούλιν. Άραγε, κάποια μικρούλα Σάιντο θρηνούσε την απώλεια της κούκλας της; «Θα κατευθυνθούμε νότια».
Γύριζε, για να καβαλήσει τον Γοργοπόδη, όταν η Σούλιν άγγιξε το μπράτσο του, για να τον σταματήσει. «Σου είπα ότι παρατηρήσαμε κι άλλα πράγματα. Δύο φορές, ο Ιλάυας Ματσίρα ανακάλυψε κοπριά αλόγων κι υπολείμματα φωτιάς από καταυλισμό, κάτω από το χιόνι. Κι ήταν πολλά, και τα άλογα και οι φωτιές».
«Χιλιάδες», παρενέβη ο Αλχάρα. Τα μαύρα του μάτια κοίταξαν ευθέως τον Πέριν κι ο τόνος της φωνής του δεν σήκωνε αντίρρηση. Απλά ανέφερε όσα είδε. «Πέντε χιλιάδες, ίσως και δέκα. Δύσκολο να υπολογίσουμε. Πάντως, ήταν στρατιωτικοί καταυλισμοί. Επρόκειτο για τους ίδιους άντρες και στα δύο μέρη, νομίζω. Ο Ματσίρα κι ο Μπάραν συμφωνούν. Όποιοι κι αν είναι, κατευθύνονται επίσης νότια. Μπορεί να μην έχουν σχέση με τους Αελίτες, αλλά μπορεί να τους ακολουθούν».
Η Σούλιν κοίταξε με βλοσυρή ανυπομονησία τον Πρόμαχο και συνέχισε, χωρίς να κάνει καν παύση για την παρέμβασή του. «Τρεις φορές είδαμε ιπτάμενα πλάσματα, σαν κι αυτά που λες ότι χρησιμοποιούν οι Σωντσάν, τεράστια όντα με ραβδωτά φτερά κι ανθρώπους καβάλα. Δύο φορές ακόμα είδαμε ίχνη σαν κι αυτό». Σκύβοντας, πήρε από κάτω ένα βέλος και χάραξε ένα κυκλικό σχήμα, κάτι σαν πατημασιά μεγάλης αρκούδας πάνω στο χιόνι, αλλά με έξι δάχτυλα μακρύτερα από ενός άντρα. «Μερικές φορές μοιάζουν πιότερο με γαμψώνυχα», είπε, και σχεδίασε νύχια μεγαλύτερα από αυτά των πελώριων αρκούδων των Ορέων της Ομίχλης. «Βαδίζει με δρασκελιές και νομίζω πως τρέχει πολύ γρήγορα. Ξέρεις τι είναι;»
Δεν είχε ιδέα —δεν είχε ακούσει ποτέ να μιλούν για κάποιο πλάσμα με έξι δάχτυλα, εκτός από τις γάτες των Δύο Ποταμών· είχε εκπλαγεί, διαπιστώνοντας ότι οπουδήποτε αλλού οι γάτες είχαν πέντε δάχτυλα— ωστόσο μπορούσε να κάνει μια ασφαλή υπόθεση. «Άλλο ένα από τα ζώα των Σωντσάν». Ώστε, λοιπόν, υπήρχαν και Σωντσάν στον Νότο, εκτός από Σάιντο, και —τι άλλο;— Λευκομανδίτες ή ένας ολόκληρος στρατός Σωντσάν; Δεν μπορεί να ήταν κανείς άλλος. Εμπιστευόταν πλήρως τις πληροφορίες του Μπάλγουερ. «Όπως και να ’χει, εμείς θα κατευθυνθούμε νότια». Οι Κόρες τον κοίταξαν σαν να τους είχε πει ότι χιόνιζε.
Ανέβηκε στη σέλα του Γοργοπόδη και κίνησε προς τη φάλαγγα. Οι Πρόμαχοι αρκέστηκαν να περπατήσουν, οδηγώντας τα κουρασμένα τους άλογα. Οι Κόρες πήραν μαζί τους το ζώο της Αλιάντρε, βαδίζοντας προς το μέρος των Σοφών. Η Μασούρι με τη Σέονιντ κίνησαν να συναντήσουν τους Προμάχους τους. Ο Πέριν αναρωτήθηκε για ποιο λόγο, άραγε, δεν έχωναν όλοι τις μύτες τους σ’ αυτό το θέμα; Ίσως η απάντηση ήταν απλή. Μπορεί να ήθελαν να τον αφήσουν μόνο στη θλίψη του, σε περίπτωση που τα νέα αποδεικνύονταν άσχημα. Ίσως. Πάσχισε να τα συνδέσει όλα μέσα στο κεφάλι του. Τους Σάιντο, όσοι κι αν ήταν. Τους Σωντσάν. Τον έφιππο στρατό, άσχετα αν ήταν Λευκομανδίτες ή Σωντσάν. Ήταν σαν κι εκείνα τα παζλ που τον είχε μάθει να φτιάχνει ο Αφέντης Λούχαν, περίτεχνες σπείρες από μέταλλο που, αν γνώριζες το κόλπο, χωρίζονταν κι ενώνονταν ξανά, σαν σε όνειρο. Μόνο που ένιωθε το μυαλό του θολό, κι έψαχνε να πιαστεί από λεπτομέρειες που δεν κολλούσαν πουθενά.