Οι άντρες των Δυο Ποταμών είχαν ήδη καβαλικέψει στα άλογά τους μόλις έφθασε κοντά τους. Όσοι ήταν πεζοί και με τα τόξα τους σε ετοιμότητα, έμοιαζαν κάπως πτοημένοι. Άπαντες τον κοιτούσαν ανήσυχα, γεμάτοι ένταση.
«Είναι ζωντανή», τους είπε, κι ήταν λες κι όλοι τους ανάσαναν ξανά. Τα υπόλοιπα νέα τα δέχτηκαν με μια παράξενη απάθεια, και μερικοί κούνησαν τα κεφάλια τους σαν να μην περίμεναν κάτι λιγότερο.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάτι απέναντι στο οποίο μειονεκτούμε», είπε ο Ντάνιλ. «Τι κάνουμε, Άρχοντά μου;»
Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα. Αυτός ο άντρας εξακολουθούσε να είναι ακλόνητος σαν βελανιδιά. «Για αρχή, Ταξιδεύουμε σαράντα μίλια προς Νότο. Μετά, θα δω τι θα κάνουμε. Νιλντ, προχώρα μπροστά και βρες τον Ιλάυας και τους υπόλοιπους. Πες τους τι σκοπεύω να κάνω. Τέτοια ώρα, θα προπορεύονται αρκετά. Προσοχή. Δεν μπορείς να τα βάλεις με μια ντουζίνα Σοφές». Μια ολόκληρη σέπτα θα είχε τουλάχιστον αρκετές ικανές να διαβιβάσουν. Κι αν ήταν πάνω από μία; Επρόκειτο για ένα τέλμα, που έπρεπε να το περάσει, όταν θα ερχόταν η ώρα.
Ο Νιλντ ένευσε καταφατικά κι έστρεψε το ευνουχισμένο του ζώο προς τη μεριά του καταυλισμού, όπου είχε ήδη απομνημονεύσει την περιοχή. Ελάχιστες διαταγές έπρεπε να δώσει ακόμα. Έπρεπε επειγόντως να σταλούν καβαλάρηδες, για να βρουν τους Μαγιενούς και τους Γκεαλντανούς, οι οποίοι θα κινούνταν ξέχωρα, αφού είχαν στρατοπεδεύσει αναλόγως. Ο Γκρέηντυ πίστευε πως θα μπορούσε να απομνημονεύσει την περιοχή πριν συναντηθούν, ώστε να μην είναι ανάγκη να γυρίσει και να ακολουθήσει τον Νιλντ. Οπότε, μόνο ένα πράγμα απέμενε.
«Πρέπει να βρω τον Μασέμα, Ντάνιλ», είπε ο Πέριν. «Κάποιον που να έχει τη δυνατότητα να του μεταβιβάσει ένα μήνυμα, τέλος πάντων. Με λίγη τύχη, δεν θα καθυστερήσω».
«Πας μονάχος σου ανάμεσα σε όλα αυτά τα αποβράσματα, Άρχοντά μου, και θα χρειαστείς αρκετή τύχη», αποκρίθηκε ο Ντάνιλ. «Άκουσα μερικούς από δαύτους να μιλούν για σένα. Έλεγαν πως είσαι Σκιογέννητος, εξαιτίας των ματιών σου». Το βλέμμα του έπεσε πάνω στα χρυσαφιά μάτια του Πέριν και γλίστρησε λοξά. «Λένε πως, ναι μεν ο Αναγεννημένος Δράκοντας σε έχει δαμάσει, αλλά εξακολουθείς να είσαι Σκιογέννητος. Θα χρειαστείς καμιά ντουζίνα άντρες να φυλάνε τα νώτα σου».
Ο Πέριν δίστασε και χτύπησε μαλακά τον λαιμό του Γοργοπόδη. Λίγες ντουζίνες άντρες δεν ήταν αρκετοί, σε περίπτωση που οι άνθρωποι του Μασέμα πίστευαν ότι ήταν πράγματι Σκιογέννητος κι αποφάσιζαν να πάρουν το θέμα στα χέρια τους. Όλοι οι Διποταμίτες μαζί ίσως να μην αρκούσαν για να τους αντιμετωπίσουν. Ίσως δεν ήταν ανάγκη να μιλήσει στον Μασέμα, θα τον άφηνε να το μάθει μόνος του.
Τα αυτιά του έπιασαν το κελάηδισμα ενός πουλιού από την κατεύθυνση των δέντρων προς τα δυτικά και, δευτερόλεπτα μετά, ακολούθησε άλλο ένα, που το άκουσαν όλοι, κι η απόφαση πάρθηκε ανεξάρτητα από τον ίδιο. Ήταν σίγουρος πλέον κι αναρωτήθηκε αν αυτό είχε κάποια σχέση με την ιδιότητα του τα’βίρεν. Τράβηξε τα γκέμια του Γοργοπόδη, ο οποίος έκανε μια γύρα, και περίμενε.
Οι άντρες των Δύο Ποταμών γνώριζαν πολύ καλά τι σήμαινε, αφού το συγκεκριμένο πουλί το άκουγαν και στην πατρίδα τους. Έρχονταν άντρες, πολύ περισσότεροι από μια χούφτα κι όχι αναγκαστικά με ειρηνικές διαθέσεις. Αν το κελάηδημα ανήκε σε κλεφτοπούλι σήμαινε ότι επρόκειτο για φίλους, αν όμως ακουγόταν η ανήσυχη λαλιά ενός κράχτη ήταν ξεκάθαρο πως οι νεοφερμένοι δεν είχαν φιλικές διαθέσεις. Αυτή τη φορά, πάντως, συμπεριφέρονταν καλύτερα. Κατά μήκος της δυτικής πλευράς της φάλαγγας, μέχρι εκεί όπου μπορούσε να διακρίνει ο Πέριν μέσα στο χιόνι, κάθε δεύτερος άντρας ξεπέζεψε κι έδωσε τα χαλινάρια στον διπλανό του, ενώ ο ίδιος ετοίμαζε το τόξο του.
Οι ξένοι ξεπρόβαλαν μέσα από τα σκόρπια δέντρα κι απλώθηκαν, λες κι ήθελαν να εντυπωσιάσουν με τους αριθμούς τους. Μπορεί να ήταν καμιά εκατοστή, με δύο εξ αυτών να προπορεύονται, αλλά ο αργός βηματισμός τους φάνταζε πράγματι απειλητικός. Οι μισοί κουβαλούσαν λόγχες, όχι όρθιες αλλά κρατημένες σαν έτοιμες να τις τείνουν μπροστά. Προχωρούσαν με σταθερό βήμα. Κάποιοι φορούσαν θώρακα, άλλοι περικεφαλαία, αλλά σπανίως και τα δύο μαζί. Σε γενικές γραμμές, πάντως, ήταν καλύτερα οπλισμένοι από το τσούρμο των ακολούθων του Μασέμα. Ο ένας από τους δύο που προπορεύονταν ήταν ο ίδιος ο Μασέμα, με το χαρακτηριστικό πρόσωπο του ζηλωτή να κοιτάει μέσα από την κουκούλα του μανδύα του σαν λυσσασμένη βουνίσια γάτα που ατενίζει μέσα από μια σπηλιά. Πόσες από αυτές τις λόγχες, άραγε, είχαν κόκκινα σημαιάκια χθες το πρωί;