Ο Πέριν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά το ξαναέκλεισε δίχως να πει τίποτα. Αφού ο Μασέμα είχε πει τέτοια λόγια, θα μπορούσε κάλλιστα κι ο ήλιος να ανατείλει από τη δύση. Ξαφνικά, σκέφτηκε πως η Φάιλε ίσως ήταν ασφαλέστερη με τους Σάιντο, παρά εδώ και τώρα.
7
Οι Δρόμοι του Κάεμλυν
Η ακολουθία της Ηλαίην τράβηξε αρκετά την προσοχή καθώς περιδιάβαινε στο Κάεμλυν, σουλατσάροντας σε δρόμους που ανηφόριζαν και κατηφόριζαν, ανάλογα με τη διάταξη των λόφων της πόλης. Ο Χρυσός Κρίνος στην μπροστινή πλευρά του πορφυρού μανδύα της που ήταν επενδυμένος με γούνα, ήταν αρκετός για να κάνει τους πολίτες της πρωτεύουσας να την αναγνωρίσουν, αλλά είχε σηκώσει την κουκούλα της έτσι που να πλαισιώνει το πρόσωπό της, για να φαίνεται ξεκάθαρα το μοναδικό χρυσό ρόδο πάνω στο διάδημα της Κόρης-Διαδόχου. Δεν ήταν απλώς η Υψηλή Έδρα του Οίκου Τράκαντ αλλά η Κόρη-Διάδοχος. Προς γνώση και συμμόρφωση όλων.
Οι θόλοι της Νέας Πόλης λαμπύριζαν λευκοί και χρυσαφιοί στο απαλό πρωινό φως κι οι παγοκρύσταλλοι στραφτάλιζαν στα γυμνά κλωνάρια των δέντρων, που ορθώνονταν στα κεντρικά σημεία των κεντρικών οδών. Μολονότι ο ήλιος προσέγγιζε το ζενίθ του, δεν εξέπεμπε θερμότητα, παρά έναν μακάρια ασυννέφιαστο ουρανό. Ευτυχώς, σήμερα δεν φυσούσε. Ωστόσο, η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά κρύα για να της παγώνει την ανάσα, μια κι είχαν καθαρίσει το λιθόστρωτο από το χιόνι ακόμα και στα πιο στενά και στριφογυριστά σημεία, η πόλη ήταν και πάλι ζωντανή κι οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο και κίνηση. Αμαξηλάτες και καροτσέρηδες, εξίσου προσκολλημένοι στη δουλειά τους όσο τα άλογα στους άξονες των οχημάτων, έσφιγγαν καρτερικά τους μανδύες πάνω στα κορμιά τους καθώς προχωρούσαν αργά ανάμεσα στο πλήθος. Μια μεγάλη άμαξα που μετέφερε νερό προσπέρασε κάνοντας σαματά, άδεια, κρίνοντας από τον θόρυβο που παρήγε, με σκοπό να ξαναγεμίσει, για να αντιμετωπίσει τους συχνούς εμπρησμούς. Κάποιοι πλανόδιοι πωλητές και γυρολόγοι αψηφούσαν την παγωνιά, για να διαλαλήσουν την πραμάτεια τους, αλλά οι περισσότεροι πήγαιναν βιαστικοί στις δουλειές τους, ανυπομονώντας να βρεθούν το συντομότερο δυνατό στη ζεστασιά των σπιτιών τους. Όχι, βέβαια, πως η βιασύνη τους σήμαινε ότι κινούνταν πολύ γρήγορα. Η πόλη είχε διογκωθεί, ο πληθυσμός είχε αυξηθεί περισσότερο κι από αυτόν της Ταρ Βάλον. Τα στίφη ήταν τόσο πολλά, ώστε ακόμα κι οι λίγοι έφιπποι αδυνατούσαν να κινηθούν γρηγορότερα από τους πεζούς. Όλο το πρωινό, η Ηλαίην δεν είχε δει περισσότερες από δύο ή τρεις άμαξες, που διέσχιζαν με κόπο τους δρόμους. Αν οι επιβάτες τους δεν ήταν ανάπηροι ή δεν έπρεπε να διανύσουν μεγάλη απόσταση, τότε σίγουρα ήταν τρελοί.
Όσοι πρόσεχαν εκείνη και την ομάδα της σταματούσαν, έστω και για λίγο, ενώ μερικοί την έδειχναν στους υπόλοιπους ή σήκωναν ψηλά τα παιδιά τους, για να έχουν καλύτερη θέα, ώστε να μπορούν να πουν κάποια μέρα στα δικά τους παιδιά ότι είχαν δει την Ηλαίην. Το θέμα ήταν αν θα έλεγαν ότι είχαν δει τη μελλοντική Βασίλισσα ή απλώς μια γυναίκα που διοικούσε την πόλη για ένα διάστημα. Οι περισσότεροι απλά ατένιζαν, μα πού και πού κάποιες φωνές κραύγαζαν «Τράκαντ! Τράκαντ!» ή «Ηλαίην και Άντορ!» στο πέρασμά της. Θα ήταν καλύτερο αν υπήρχαν πιο πολλές επευφημίες, προφανώς όμως η σιωπή ήταν προτιμότερη από τους εμπαιγμούς. Οι Αντορινοί ήταν ντόμπροι άνθρωποι, αν κι όχι περισσότερο από τους Καεμλυνούς. Επαναστάσεις είχαν ξεσπάσει και βασίλισσες είχαν χάσει τους θρόνους τους, μόνο και μόνο επειδή οι Καεμλυνοί βγήκαν στους δρόμους να βροντοφωνάξουν την αντίθεση τους.
Μια παγερή σκέψη έκανε την Ηλαίην να ανατριχιάσει. Όποιος κατέχει το Κάεμλυν, κατέχει το Άντορ, έλεγε η παλιά ρήση· αυτό δεν ήταν απολύτως αλήθεια, όπως είχε αποδείξει ο Ραντ, ωστόσο το Κάεμλυν ήταν η καρδιά του Άντορ. Διεκδικούσε την πόλη —το Λάβαρο του Λιονταριού και το Ασημένιο Κλειδί των Τράκαντ μοιράζονταν τη δόξα του τόπου πάνω στα προπύργια των εξωτερικών τειχών— αλλά δεν είχε κατακτήσει ακόμα την καρδιά του Κάεμλυν, κάτι πολύ πιο σημαντικό από το να έχει κατακτήσει τις πέτρες και τα κονιάματα.
Όλοι τους θα με επευφημούν κάποια μέρα, υποσχέθηκε στον εαυτό της. Θα κερδίσω την επιδοκιμασία τους. Σήμερα, εντούτοις, οι πολυπληθείς δρόμοι φάνταζαν μοναχικοί ανάμεσα σε αυτές τις ελάχιστες φωνές που υψώνονταν στον αέρα. Ευχήθηκε να είχε μαζί της την Αβιέντα, έτσι για παρέα, αλλά η Αβιέντα δεν έβλεπε κανέναν λόγο να ανέβει σε άλογο μόνο και μόνο για να βολτάρει στην πόλη. Εν πάση περιπτώσει, η Ηλαίην την ένιωθε. Ήταν διαφορετικό από τον δεσμό με την Μπιργκίτε, αλλά μπορούσε να νιώσει την παρουσία της αδελφής της στην πόλη, όπως όταν διαισθάνεσαι ότι σε ένα δωμάτιο υπάρχει κάποιος που δεν βλέπεις, κι αυτό ήταν ιδιαίτερα ανακουφιστικό.