Η παρέα της τραβούσε κι αυτή την προσοχή. Ύστερα από τρία σχεδόν χρόνια ως Άες Σεντάι, το σκοτεινό, τετραγωνισμένο πρόσωπο της Σάριθα δεν είχε αποκτήσει ακόμα το απροσδιόριστο της ηλικίας, κι η ίδια έμοιαζε με πλούσια εμπόρισσα, έτσι όπως ήταν ντυμένη με το καφεκίτρινο μάλλινο και με την τεράστια πόρπη από ασήμι και ζαφείρια, που συγκρατούσε τον μανδύα της. Ο Πρόμαχός της, Νεντ Γιάρμαν, την ακολουθούσε κατά πόδας και σίγουρα τραβούσε τα βλέμματα. Ψηλός, πλατύστερνος νεαρός, με λαμπερά, γαλανά μάτια και με μαλλιά κίτρινα σαν το στάχυ, που σχημάτιζαν μπούκλες στους ώμους του· φορούσε έναν απαστράπτοντα μανδύα Προμάχου, ο οποίος τον έκανε να φαίνεται σαν ένα ασώματο κεφάλι αιωρούμενο πάνω από ένα ψηλό, γκρίζο ευνουχισμένο ζώο, που κι αυτό έμοιαζε να χάνεται στα σημεία όπου ο μανδύας κάλυπτε τους γοφούς του. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι ήταν, ή για το ότι η παρουσία του ανακοίνωνε την ύπαρξη μια Άες Σεντάι. Πάντως, κι οι υπόλοιπες της συντροφιάς τραβούσαν εξίσου τα βλέμματα, έτσι όπως σχημάτιζαν έναν κύκλο γύρω από την Ηλαίην και πάσχιζαν να βαδίσουν ανάμεσα στον όχλο. Οκτώ γυναίκες με τα κόκκινα πανωφόρια, τις στιλβωμένες περικεφαλαίες και τους θώρακες της Βασιλικής Φρουράς δεν ήταν κάτι που έβλεπες καθημερινά. Πόσω μάλλον στο παρελθόν. Τις είχε επιλέξει η ίδια από τις νεοφερμένες που είχαν στρατολογηθεί προσφάτως, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Η υπολοχαγός τους, η Κάσεϊλ Ρασκόβνι, λυγερόκορμη και σκληροτράχηλη όπως κάθε Αελίτισσα Κόρη, αποτελούσε μια σπάνια εξαίρεση, μια κι ήταν φρουρός μιας εμπόρισσας που είχε είκοσι χρόνια στην πιάτσα, όπως έλεγε κι η ίδια. Τα ασημένια κουδουνάκια πάνω στη χαίτη του ρωμαλέου και παρδαλού ευνουχισμένου της ζώου μαρτυρούσαν ότι ήταν Αραφελινή, παρ’ όλο που το παρελθόν της ήταν πολύ ομιχλώδες. Η μόνη Αντορινή ανάμεσα στις οκτώ ήταν μία γκριζομάλλα με γαλήνιο πρόσωπο και φαρδιούς ώμους, η Ντένι Κόλφορντ, η οποία μέχρι πρότινος ήταν υπεύθυνη για την τάξη σε μια ταβέρνα αμαξηλατών στο Κάτω Κάεμλυν, εκτός των τειχών· άλλη μία σκληρή και σπάνια δουλειά για γυναίκα. Η Ντένι δεν ήξερε ακόμη πώς να χρησιμοποιεί το ξίφος που είχε περασμένο στον γοφό της, αλλά η Μπιργκίτε έλεγε πως είχε πολύ γρήγορα χέρια κι ακόμη γρηγορότερα μάτια, ενώ ήταν ειδήμων στη χρήση του στενόμακρου ροπάλου, το οποίο κρεμόταν από την άλλη μεριά του ξίφους. Οι υπόλοιπες ήταν Κυνηγοί του Κέρατος, γυναίκες ανόμοιες, ψηλές και κοντές, λυγερόκορμες και παχουλές, με υγρά μάτια, γκρίζα μαλλιά και με ποικίλο παρελθόν, μολονότι μερικές ήταν εξίσου διακριτικές με την Κάσεϊλ, ενώ άλλες σίγουρα υπερέβαλλαν όσον αφορά στην πρωτύτερη ζωή τους. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν θεωρούνταν ασυνήθιστο ανάμεσα στους Κυνηγούς. Είχαν αδράξει την ευκαιρία να καταχωριστούν στη λίστα της Φρουράς, ωστόσο. Και, το σημαντικότερο, είχαν υποβληθεί επιτυχώς στην εξονυχιστική επιθεώρηση της Μπιργκίτε.
«Οι δρόμοι αυτοί δεν είναι ασφαλείς για σένα», είπε ξαφνικά η Σάριθα, σπιρουνίζοντας το καστανό άλογό της, για να έρθει πλάι στο μαύρο μουνούχι της Ηλαίην. Ο Πυρόκαρδος κατάφερε σχεδόν να δαγκάσει ελαφρά την κομψή φοράδα, πριν η Ηλαίην αποτραβήξει το κεφάλι του. Το δρομάκι ήταν στενό στο συγκεκριμένο σημείο, πιέζοντας τα πλήθη κι αναγκάζοντας τις Φρουρούς να μαζευτούν πιο κοντά. Το πρόσωπο της Καφετιάς αδελφής αντικατόπτριζε την αυτοπειθαρχία μιας Άες Σεντάι, μα η ολοφάνερη ανησυχία προσέδιδε έναν κοφτό τόνο στη φωνή της. «Με τόσο στρίμωγμα, θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε. Θυμήσου ποιος μένει στον Ασημένιο Κύκνο, λιγότερο από δύο μίλια μακριά από δω. Δέκα αδελφές σε ένα πανδοχείο μάλλον δεν ψάχνουν τις όμοιες τους για παρέα. Μπορεί κάλλιστα να τις έχει στείλει η Ελάιντα».
«Μπορεί και όχι», αποκρίθηκε ήρεμα η Ηλαίην, πολύ πιο ήρεμα απ’ όσο πραγματικά αισθανόταν. Πάρα πολλές αδελφές περίμεναν την έκβαση της μάχης ανάμεσα στην Ελάιντα και στην Εγκουέν. Δύο εξ αυτών είχαν αποχωρήσει από τον Ασημένιο Κύκνο κι άλλες τρεις είχαν έρθει με την άφιξή της στο Κάεμλυν. Δεν έδιναν την εντύπωση ότι εκτελούσαν κάποια αποστολή. Επιπλέον, καμία δεν ανήκε στο Κόκκινο Άτζα· η Ελάιντα σίγουρα θα συμπεριλάμβανε Κόκκινες. Κι όμως, δεν ήταν διόλου παράλογο να τις παρακολουθούν, αν και δεν είχε κάνει την παραμικρή νύξη στη Σάριθα. Η Ελάιντα την ήθελε όσο τίποτε άλλο, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε μια αδέσποτη Αποδεχθείσα ή κάποια σχετική με την Εγκουέν και από αυτές που η Ελάιντα αποκαλούσε επαναστάτριες. Για ποιο λόγο, δεν μπορούσε να καταλάβει. Μια βασίλισσα που ήταν ταυτοχρόνως Άες Σεντάι θα ήταν σίγουρα μεγάλο έπαθλο για τον Λευκό Πύργο, αλλά δεν θα γινόταν βασίλισσα αν την άρπαζαν και την πήγαιναν πίσω, στην Ταρ Βάλον. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η Ελάιντα είχε δώσει διαταγή να τη φέρουν πίσω με οποιονδήποτε δυνατό τρόπο, πριν παρουσιαστεί ευκαιρία να ανέβει στον θρόνο για πολλά χρόνια. Ήταν ένας γρίφος, που την είχε απασχολήσει περισσότερες από μία φορές, από τότε που η Ρόντε Μακούρα τής έδωσε εκείνο το βρωμερό ποτό, το οποίο άμβλυνε την ικανότητα μιας γυναίκας να διαβιβάσει. Ένας πολύ ανησυχητικός γρίφος, ειδικά τώρα που ανήγγειλε την παρουσία της στον κόσμο.