Выбрать главу

Το βλέμμα της καρφώθηκε για λίγη ώρα πάνω σε μια μαυρομάλλα γυναίκα με μπλε χιτώνα και τραβηγμένη προς τα πίσω κουκούλα. Η γυναίκα ίσα-ίσα που της έριξε μια ματιά, πριν αποτραβηχτεί στο εσωτερικό ενός κηροποιείου. Ένας βαρύς υφασμάτινος σάκος κρεμόταν από τον ώμο της. Δεν είναι Άες Σεντάι, αποφάνθηκε η Ηλαίην. Απλώς άλλη μια γυναίκα με πολύ καλή όψη για την ηλικία της, όπως η Ζάιντα. «Όπως και να έχει», συνέχισε με σταθερή φωνή, «δεν πρόκειται να αφήσω τον φόβο της Ελάιντα να με κατατρώει». Μα, τι σκάρωναν εκείνες οι αδελφές στον Ασημένιο Κύκνο;

Η Σάριθα ρουθούνισε, κι όχι πολύ ευγενικά· ήταν έτοιμη να κάνει κάποια κίνηση απόγνωσης, αλλά το σκέφτηκε καλύτερα. Πού και πού, η Ηλαίην έπιανε περίεργες ματιές εκ μέρους κάποιας από τις υπόλοιπες αδελφές του Παλατιού, η οποία αναμφίβολα αναλογιζόταν πώς είχε ανατραφεί, ωστόσο, επιφανειακά τουλάχιστον, την αποδέχονταν ως Άες Σεντάι κι αναγνώριζαν ότι ήταν ανώτερη όλων, εκτός της Νυνάβε. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν αρκετό για να τις κάνει να μην εκφράζονται, και μάλιστα συχνά με πολύ πιο ωμό τρόπο απ’ ό,τι απέναντι σε μια αδελφή ίδιας βαθμίδας, η οποία είχε αποκτήσει το επώμιο με πολύ πιο συνηθισμένο τρόπο. «Εντάξει, λοιπόν, ξέχνα την Ελάιντα», είπε η Σάριθα, «και θυμήσου ποιος άλλος θα ήθελε να σε βάλει στο χέρι. Μια εύστοχη βολή με πέτρα, και γίνεσαι ένας αναίσθητος σωρός, που εύκολα μπορούν να τσουβαλιάσουν και να χαθούν μέσα στο πανδαιμόνιο».

Γιατί έπρεπε, σώνει και καλά, η Σάριθα να της πει το αυτονόητο; Σε τελική ανάλυση, η απαγωγή άλλων διεκδικητών του θρόνου κόντευε να γίνει έθιμο. Θα στοιχημάτιζε τα πάντα πως κάθε ενάντιός της Οίκος διέθετε υποστηρικτές στο Κάεμλυν, οι οποίοι περίμεναν μια απλή ευκαιρία. Όχι ότι αναγκαστικά θα πετύχαιναν, όσο είχε τη δυνατότητα της διαβίβασης τουλάχιστον, αλλά με την πρώτη ευκαιρία σίγουρα θα δοκίμαζαν. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό της πως το να φτάσει στο Κάεμλυν συνεπαγόταν την ασφάλειά της.

«Αν δεν τολμώ να βγω από το Παλάτι, Σάριθα, δεν θα κερδίσω ποτέ την εμπιστοσύνη του κόσμου», είπε ήρεμα. «Πρέπει να με βλέπουν γύρω τους, ήρεμη κι άφοβη». Να γιατί είχε πάρει μονάχα οκτώ Φρουρούς από τους πενήντα που ήθελε η Μπιργκίτε. Αυτή η γυναίκα αρνούνταν να δει ξεκάθαρα τις αλήθειες της πολιτικής. «Άσε που, μ’ εσένα παρούσα, θα χρειάζονταν δύο εύστοχες βολές».

Η Σάριθα ρουθούνισε ξανά, αλλά η Ηλαίην κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αγνοήσει την ξεροκεφαλιά της γυναίκας. Ευχήθηκε να μπορούσε να αγνοήσει και την ίδια της την παρουσία, πράγμα αδύνατον όμως. Είχε περισσότερους λόγους για αυτή τη βόλτα από το να τη δει απλώς ο κόσμος. Ο Χάλγουιν Νόρυ τής είχε παραδώσει εγγράφως πρόσωπα και γεγονότα, αν κι η νωθρή φωνή του Αρχιγραμματέα τής προκαλούσε νύστα, ωστόσο ήθελε να τα διαπιστώσει αυτοπροσώπως. Ο Νόρυ είχε την ικανότητα να κάνει μια εξέγερση να ακούγεται τόσο αδιάφορη όσο μια αναφορά για την κατάσταση των δεξαμενών της πόλης ή για τα έξοδα καθαρισμού των υπονόμων.

Τα πλήθη πλημμύριζαν από ξενομερίτες, Καντορινούς με διχαλωτές γενειάδες, Ιλιανούς με μούσια που άφηναν γυμνό το πάνω μέρος τους χείλους, Αραφελινούς με ασημιές καμπανούλες στις πλεξούδες τους, Ντομανούς με χαλκόχρωμο δέρμα, Αλταρανούς με ελαιόχρωμη επιδερμίδα, σκουρόχρωμους Δακρυνούς και Καιρχινούς που ξεχώριζαν για το κοντό τους ανάστημα και για το ωχρό τους δέρμα. Κάποιοι εξ αυτών ήταν έμποροι, που αιφνιδιάστηκαν από τη σφοδρή έλευση του χειμώνα ή ήλπιζαν να νικήσουν τον ανταγωνισμό, άνθρωποι με γαλήνια και φουσκωμένα πρόσωπα, οι οποίοι γνώριζαν καλά πως το εμπόριο ήταν η ζωογόνος δύναμη των εθνών, και καθένας τους ισχυριζόταν πως ήταν σημαντικός παράγοντας αυτού του εμπορίου, ακόμα κι όταν τον πρόδιδε κάποιο ξεβαμμένο πανωφόρι ή κάποια πόρπη από μπρούντζο και γυαλί. Πολλοί από τους πεζούς φορούσαν φθαρμένα κι ατημέλητα πανωφόρια, παντελόνια που τους έφταναν έως τα γόνατα, ρούχα με κουρελιασμένα στριφώματα και τριμμένους μανδύες, όσοι από δαύτους είχαν στην κατοχή τους μανδύες. Ήταν πρόσφυγες, που είτε διώχτηκαν από τα σπίτια τους εξαιτίας κάποιου πολέμου, είτε πήραν τους δρόμους, οδηγημένοι από την πίστη ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε σπάσει κάθε δεσμό που τους έδενε με το παρελθόν. Προσπαθούσαν να προστατευτούν από το κρύο, αποκαμωμένοι και καταβεβλημένοι, κι άφηναν τον εαυτό τους να παρασύρεται και να σπρώχνεται από την ακατάπαυτη ροή του πλήθους, γύρω τους.