Выбрать главу

Παρακολουθώντας μια γυναίκα με κενό βλέμμα να πασχίζει να προχωρήσει μέσα από το πλήθος κρατώντας σφιχτά ένα μικρό παιδί στον ώμο της, η Ηλαίην ψαχούλεψε μέσα στο πουγκί της, έβγαλε ένα νόμισμα και το έδωσε σε μια Φρουρό, μια γυναίκα με μάγουλα σαν μήλα και ψυχρά μάτια. Η Τζίγκαν ισχυριζόταν ότι ήταν Γκεαλντανή, θυγατέρα ενός ελάσσονος αριστοκράτη· αν μη τι άλλο, ίσως ήταν Γκεαλντανή, τελικά. Όταν η Φρουρός έγειρε μπροστά, για να δώσει το νόμισμα στη γυναίκα, εκείνη συνέχισε να προχωράει τρικλίζοντας, χωρίς να προσέχει γύρω της, χωρίς να βλέπει τίποτα. Υπήρχαν πολλοί σαν αυτή στην πόλη. Το Παλάτι τάιζε χιλιάδες από δαύτους κάθε μέρα, στήνοντας πρόχειρες κουζίνες σε όλη την πόλη, αλλά δεν ήταν λίγοι αυτοί που δεν έβρισκαν καν τη δύναμη να πάρουν ένα κομμάτι ψωμί ή λίγη σούπα. Η Ηλαίην έκανε μια ευχή για τη μητέρα και το παιδί καθώς ξανάβαζε το νόμισμα στο πουγκί της.

«Δεν είναι δυνατόν να τους θρέψεις όλους», είπε σιγανά η Σάριθα.

«Τα παιδιά δεν επιτρέπεται να λιμοκτονούν στο Άντορ», αποκρίθηκε η Ηλαίην, λες κι ανακοίνωνε κάποιο διάταγμα. Όμως, δεν είχε ιδέα πώς να βάλει τέλος σε αυτή την κατάσταση. Το φαγητό ήταν άφθονο στην πόλη, αλλά κανείς δεν μπορούσε να διατάξει τον κόσμο να φάει.

Κατά τον ίδιο τρόπο, είχαν έρθει στο Κάεμλυν και μερικοί από τους υπόλοιπους ξένους, άντρες και γυναίκες που δεν φορούσαν πια κουρέλια και δεν είχαν στοιχειωμένα πρόσωπα. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους είχε αναγκάσει να φύγουν από τα σπίτια τους, είχαν αρχίσει ήδη να σκέφτονται πως αρκετά ταξίδεψαν, κι αναλογίζονταν τις δουλειές και τα υπάρχοντα που άφησαν πίσω. Στο Κάεμλυν, ωστόσο, όποιος ήξερε σχετικά καλά κάποια τέχνη κι είχε το ανάλογο κίνητρο, δεν θα δυσκολευόταν να βρει εργοδότη. Ετούτες τις μέρες άνοιγαν καινούργιες δουλειές στην πόλη. Η Ηλαίην, μόνο στη διάρκεια του πρωινού, είχε ήδη εντοπίσει τρία ωρολογοποιεία! Εντός του οπτικού της πεδίου υπήρχαν δύο μαγαζιά που πουλούσαν φυσητό γυαλί, ενώ σχεδόν τριάντα βιοτεχνίες είχαν ξεπεταχτεί στα βόρεια της πόλης. Από δω και πέρα, το Κάεμλυν θα εξήγε γυαλί και κρυστάλλους, και δεν θα ήταν αναγκασμένο να τα εισάγει. Η πόλη διέθετε πλέον και κατασκευαστές δαντελών, εξίσου περίτεχνων με του Λάγκαρντ, πράγμα λογικό, μια και σχεδόν όλοι είχαν έρθει από εκεί.

Όλα αυτά τής έφτιαξαν λίγο τη διάθεση —και μόνο οι φόροι, που θα πλήρωναν αυτοί οι τεχνίτες, θα βοηθούσαν, μολονότι θα περνούσε καιρός μέχρι να υπάρξει αποτέλεσμα— αλλά υπήρχαν και κάποιοι άλλοι ανάμεσα στο πλήθος, που τραβούσαν πιότερο την προσοχή της. Ξένοι ή Αντορινοί, οι μισθοφόροι ξεχώριζαν εύκολα, καθότι άντρες με σκληροτράχηλα πρόσωπα και ξίφη ζωσμένα στα πλευρά τους, που περπατούσαν κορδωμένοι, ακόμα κι όταν αναγκάζονταν να σέρνονται εξαιτίας της πολυκοσμίας. Εξίσου οπλισμένοι ήταν κι οι φρουροί των εμπόρων, τραχείς τύποι που παραμέριζαν άγρια τους περισσότερους από αυτούς που έμπαιναν στον δρόμο τους, παρ’ όλο που, συγκριτικά με τους μισθοφόρους, έδιναν την εντύπωση ότι ήταν υποταγμένοι και νηφάλιοι. Και, σε τελική ανάλυση, είχαν λιγότερα σημάδια επάνω τους. Οι έμποροι ήταν σκόρπιοι ανάμεσα στο πλήθος σαν σταφίδες σε κέικ. Έχοντας έναν τόσο μεγάλο συνεταιρισμό και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την έλλειψη χειμερινών υπαλλήλων, η Ηλαίην δεν πίστευε πως θα τα έβγαζαν εύκολα πέρα. Εκτός, όπως φοβόταν η Ντυέλιν, αν κοστολογούσαν το Άντορ. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να βρει αρκετούς άντρες, ώστε οι ξένοι να μην αποτελούν την πλειονότητα στη Φρουρά. Και τα χρήματα για να τους πληρώσει.

Ξαφνικά, αντιλήφθηκε την Μπιργκίτε. Η γυναίκα ήταν θυμωμένη —όπως τόσο συχνά τελευταία— κι ερχόταν προς το μέρος της. Φαινόταν οργισμένη και την πλησίαζε γοργά. Ο συνδυασμός αυτός ήταν θανατηφόρος, κι η Ηλαίην ένιωσε καμπανάκια να χτυπούν μέσα στο κεφάλι της.

Διέταξε αμέσως επιστροφή στο Παλάτι από τον πιο σύντομο δρόμο —από εκεί ερχόταν η Μπιργκίτε. Ο δεσμός θα την οδηγούσε κατευθείαν στην Ηλαίην— κι έστριψαν νότια στην επόμενη στροφή, στην Οδό Βελόνας. Η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο για έναν αρκετά φαρδύ δρόμο, παρ’ όλο που ελισσόταν σαν ποτάμι, πότε ανεβαίνοντας και πότε κατεβαίνοντας τους λόφους, αλλά πριν από αρκετές γενεές ήταν γεμάτος με κατασκευαστές βελονών. Τώρα, λίγα μικρά πανδοχεία και ταβέρνες στριμώχνονταν ανάμεσα στους μαχαιροπώλες και στους ράφτες, κι υπήρχε κάθε είδους μαγαζί εκτός από βελονοπωλεία.