Выбрать главу

Πριν ακόμα φτάσουν στην Έσω Πόλη, η Μπιργκίτε τις βρήκε να ανεβαίνουν την Πάροδο του Αχλαδέμπορα, όπου μια χούφτα οπωροπώλες διατηρούσαν τα μαγαζιά που τους είχαν μεταβιβαστεί από την εποχή της Ισάρα, αν κι οι βιτρίνες τους δεν είχαν πολλά αγαθά αυτή την εποχή του χρόνου. Παρά τα πλήθη, η Μπιργκίτε προχωρούσε με τριποδισμό, με τον κόκκινο χιτώνα να ανεμίζει πίσω της, κάνοντας στην μπάντα τον κόσμο δεξιά κι αριστερά κι επιβραδύνοντας το ψηλόλιγνο, γκρίζο άτι της μόλις τους πρόσεξε μπροστά της.

Σαν να ήθελε να επανορθώσει για τη βιασύνη της, έμεινε ένα λεπτό ακίνητη, για να κοιτάξει εξεταστικά τις γυναίκες Φρουρούς και να ανταποδώσει τον χαιρετισμό της Κάσεϊλ πριν στρέψει το άλογό της προς τη μεριά της Ηλαίην. Αντίθετα με τις άλλες γυναίκες, δεν είχε ούτε ξίφος ούτε θώρακα. Οι μνήμες των παρελθουσών ζωών της χάνονταν —έλεγε πως αδυνατούσε να θυμηθεί ξεκάθαρα οτιδήποτε πριν από την ίδρυση του Λευκού Πύργου, αν κι υπήρχαν κάποια σκόρπια κομμάτια που αναδύονταν πού και πού— ωστόσο ισχυριζόταν πως μόνο ένα πράγμα μπορούσε να ανακαλέσει εύκολα. Κάθε φορά που έκανε να χρησιμοποιήσει σπαθί, κόντευε να σκοτωθεί, κι αυτό είχε συμβεί περισσότερες από μία φορές. Το χορδισμένο της τόξο, πάντως, βρισκόταν μέσα σε μια δερμάτινη θήκη της σέλας, ενώ από την άλλη μεριά εξείχε η φαρέτρα με τα φτερωτά βέλη. Η οργή έβραζε μέσα της κι η κατσουφιασμένη της έκφραση βάθαινε καθώς μιλούσε.

«Ένα μισοπαγωμένο περιστέρι έφτασε στον περιστερώνα του Παλατιού πριν από λίγο με νέα από το Αρινγκίλ. Οι άντρες που συνόδευαν τη Νάεαν και την Ελένια έπεσαν σε ενέδρα και σκοτώθηκαν όλοι, ούτε πέντε μίλια μακριά από την πόλη. Ευτυχώς, ένα άλογο κατάφερε να επιστρέψει έχοντας αίμα πάνω στη σέλα του, ειδάλλως δεν θα μαθαίναμε τίποτα για βδομάδες. Αμφιβάλλω αν η μέχρι τώρα τύχη μας μπορεί να συμπεριλάβει τις δύο γυναίκες, που κράτησαν για λύτρα οι ληστοσυμμορίτες».

Ο Πυρόκαρδος χοροπήδησε για λίγο κι η Ηλαίην τού τράβηξε απότομα τα ηνία. Κάποιος ανάμεσα στο πλήθος φώναξε κάτι, το οποίο θα μπορούσε να είναι κραυγή θριάμβου για τους Τράκαντ. Ίσως κι όχι. Οι καταστηματάρχες, που πάσχιζαν να προσελκύσουν πελατεία, έκαναν αρκετή φασαρία, για να καταπνίξουν τα λόγια. «Ώστε έχουμε έναν σπιούνο στο Παλάτι», είπε, και την επόμενη στιγμή σφράγισε τα χείλη της, ευχόμενη να μην ξεστόμιζε τέτοια λόγια μπροστά στη Σάριθα.

Η Μπιργκίτε δεν φάνηκε να νοιάζεται στο ελάχιστο. «Εκτός κι αν υπάρχει κάποιος τα’βίρεν, που τριγυρίζει εδώ γύρω και για τον οποίον δεν ξέρουμε τίποτα», αποκρίθηκε ξερά. «Ίσως τώρα μου επιτρέψεις να κανονίσω εκείνο το θέμα με τον σωματοφύλακα. Μερικοί εκλεκτοί Φρουροί και...»

«Όχι!» Το Παλάτι ήταν το σπίτι της. Δεν θα ανεχόταν να τη φρουρούν κι εκεί. Έριξε μια ματιά στην Καφετιά αδελφή κι αναστέναξε. Η Σάριθα την άκουγε πολύ προσεκτικά. Δεν υπήρχε λόγος να κρατάει κάτι κρυφό. Όχι αυτό, τουλάχιστον. «Θα το πεις στην Αρχιυπηρέτρια;»

Η Μπιργκίτε τής έριξε μια λοξή ματιά που, συνδυασμένη με την έκρηξη της ήπιας οργής μέσω του κοινού τους δεσμού, υπονοούσε πως καλά θα έκανε να πάει στη γιαγιά της και να τη μάθει να πλέκει. «Σκοπεύει να ανακρίνει κάθε υπηρέτη που δεν βρίσκεται στην υπηρεσία της μητέρας σου τα τελευταία πέντε χρόνια τουλάχιστον. Δεν είμαι διόλου σίγουρη ότι δεν σκοπεύει να το κάνει. Έπρεπε να δεις το πρόσωπό της όταν της το είπα. Πολύ χάρηκα που έφυγα από το γραφείο της σώα κι αβλαβής. Προσωπικά, έχω υπ’ όψιν μου κάποιους άλλους». Εννοούσε τους Φρουρούς, αλλά δεν μπορούσε να το πει μπροστά στην Κάσεϊλ και στις υπόλοιπες. Η Ηλαίην δεν το θεωρούσε καλή λύση. Η στρατολόγηση έδινε στον καθένα μια τέλεια ευκαιρία να γίνει επίσης μέλος των κατασκόπων, χωρίς ωστόσο καμιά διαβεβαίωση ότι θα βρεθεί ποτέ στην κατάλληλη θέση για να μάθει κάτι χρήσιμο.

«Αν όντως υπάρχουν σπιούνοι στο Παλάτι», είπε ήρεμα η Σάριθα, «ίσως υπάρχει και κάτι ακόμα χειρότερο. Μάλλον θα πρέπει να αποδεχτείς την πρόταση της Αρχόντισσας Μπιργκίτε για σωματοφύλακα. Υπάρχει προηγούμενο». Η Μπιργκίτε έδειξε στην Καφετιά αδελφή τα δόντια της. Ως χαμόγελο, ήταν ολότελα αποτυχημένο. Παρ’ όλο που δεν της άρεσε να την αποκαλούν με τον τίτλο της, έριξε ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα στην Ηλαίην.

«Είπα όχι, και το εννοώ!» απάντησε κοφτά η Ηλαίην. Ένας ζητιάνος, που κρατούσε ένα σκούφο στα χέρια του και πλησίαζε τον αργοκίνητο κύκλο που σχημάτιζαν τα άλογα, με ένα πλατύ χαμόγελο, που άφηνε να φανούν τα κενά ανάμεσα στα δόντια του, μόρφασε και χάθηκε γρήγορα ανάμεσα στα πλήθη, πριν καν σκεφτεί να απλώσει χέρι στο πουγκί της. Η Ηλαίην δεν είχε ιδέα πόση οργή ήταν δική της και πόση της Μπιργκίτε, αλλά φαινόταν να είναι αρκετή.