«Έπρεπε να έχω πάει να τους μαζέψω εγώ η ίδια», γρύλισε με πίκρα. Αντ’ αυτού όμως, είχε υφάνει μια πύλη για τον αγγελιαφόρο κι είχε περάσει το υπόλοιπο της ημέρας σε συναντήσεις με εμπόρους και τραπεζίτες. «Σε τελική ανάλυση, θα μπορούσα να πάρω τη φρουρά του Αρινγκίλ και να τη χρησιμοποιήσω για συνοδεία μου. Δέκα άντρες έπεσαν νεκροί εξαιτίας του ατοπήματός μου! Και το χειρότερο είναι —μα το Φως, πράγματι είναι χειρότερο!— ότι, και πάλι, εξαιτίας αυτού του ατοπήματος, έχασα τη Νάεαν και την Ελένια!»
Η χοντρή, χρυσαφένια πλεξούδα της Μπιργκίτε, που κρεμόταν έξω από τον μανδύα της, μετακινήθηκε, καθώς η γυναίκα κούνησε με έμφαση το κεφάλι της. «Κατ’ αρχάς, οι βασίλισσες δεν τρέχουν από δω κι από κει, για να τα κάνουν όλα μόνες τους. Βασίλισσες είναι, που να πάρει!» Ο θυμός της κόπαζε κάπως, αλλά διαφαινόταν ακόμα ένας ελαφρύς εκνευρισμός, ενώ ο τόνος της φωνής της καθρέφτιζε και τα δύο. Επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να έχει η Ηλαίην έναν σωματοφύλακα, ακόμα και μέσα στο μπάνιο της εν ανάγκη. «Οι μέρες της περιπέτειας είναι παρελθόν για σένα. Το μόνο που μένει είναι να το σκάσεις κρυφά από το Παλάτι μεταμφιεσμένη, να αρχίσεις να περιπλανιέσαι μέσα στη νύχτα και να σε βρουν αργότερα με το κεφάλι ανοιγμένο από την επίθεση κάποιου παλικαρά που ούτε καν πήρες είδηση».
Η Ηλαίην ίσιωσε το κορμί της πάνω στη σέλα. Η Μπιργκίτε γνώριζε, φυσικά —δεν ήξερε κανέναν τρόπο για να αποφύγει τον δεσμό, παρ’ όλο που ήταν σίγουρη πως υπήρχε— αλλά δεν είχε κανένα δικαίωμα να ανακινήσει αυτό το θέμα τη συγκεκριμένη στιγμή. Αν η Μπιργκίτε άφηνε να υπονοηθούν πολλά, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να την ακολουθήσουν κι άλλες αδελφές μαζί με τους Προμάχους τους καθώς και μερικοί ουλαμοί Φρουρών. Ήθελαν όλοι τόσο πολύ την ασφάλειά της, ώστε καταντούσε γελοίο. Λες και δεν είχε πάει ποτέ στο Έμπου Νταρ, πόσω μάλλον στο Τάντσικο ή στο Φάλμε. Επιπλέον, το είχε κάνει ήδη μια φορά. Προς το παρόν. Έχοντας μαζί την Αβιέντα.
«Οι κρύοι, σκοτεινοί δρόμοι δεν συγκρίνονται με μια ζεστή φωτιά κι ένα ενδιαφέρον βιβλίο», είπε κάπως επιπόλαια η Σάριθα, σαν να μονολογούσε. Κοιτούσε εξεταστικά τα καταστήματα, από τα οποία περνούσαν, κι έμοιαζε επικεντρωμένη σε αυτά. «Προσωπικά, δεν μου αρέσει καθόλου να περπατάω σε ένα παγωμένο πεζοδρόμιο, ειδικά όταν είναι σκοτάδι, χωρίς να έχω μαζί μου ούτε ένα κερί. Οι νεαρές και χαριτωμένες γυναίκες πιστεύουν μερικές φορές πως ένα απλό ρούχο κι ένα βρώμικο πρόσωπο τις κάνει αόρατες». Η αλλαγή θέματος ήταν τόσο ξαφνική, και μάλιστα δίχως να αλλάξει στο ελάχιστο ο τόνος της φωνής, ώστε αρχικά η Ηλαίην δεν αντιλήφθηκε τι ακριβώς άκουγε. «Το να σε χτυπήσει κάποιος μεθυσμένος νταής και να σε σύρει σε κανένα σοκάκι είναι ο δύσκολος τρόπος για να μάθεις να σκέφτεσαι διαφορετικά. Βέβαια, αν είσαι αρκετά τυχερή να έχεις δίπλα σου μια φίλη, που να μπορεί να διαβιβάζει και που να μην τη χτύπησε κι αυτή ο παλικαράς... Αλλά δεν γίνεται να είσαι πάντα τυχερή. Δεν συμφωνείς, Αρχόντισσα Μπιργκίτε;»
Η Ηλαίην έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. Η Αβιέντα είχε πει πως κάποιος τις ακολουθούσε, αλλά ήταν σίγουρη πως επρόκειτο για απλό κλέφτη. Όπως και να έχει, δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Το άγριο βλέμμα της Μπιργκίτε υποσχόταν πως θα ακολουθούσε κάποια συζήτηση αργότερα. Αρνούνταν να καταλάβει πως ένας Πρόμαχος δεν είχε κατσαδιάσει την Άες Σεντάι της.
«Κατά δεύτερον», συνέχισε σκυθρωπά η Μπιργκίτε, «είτε μιλάμε για δέκα είτε για τριάκοσιους άντρες, το δυσάρεστο αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Που να καώ, το σχέδιο ήταν καλό. Δεν θα χρειάζονταν πολλοί άντρες για να φέρουν τη Νάεαν και την Ελένια στο Κάεμλυν χωρίς να το προσέξει κανείς. Αδειάζοντας τη φρουρά, τραβάς την προσοχή του κάθε περίεργου ανατολικά του Άντορ, κι όποιος την πάρει με το μέρος του δεν θα δίσταζε να φέρει μαζί του αρκετούς οπλισμένους άντρες για σιγουριά. Και πάνω απ’ όλα, το πιθανότερο είναι πως θα κρατούσαν το Αρινγκίλ. Μπορεί να μην έχει μεγάλη φρουρά, αλλά το Αρινγκίλ κρατάει μακριά κι αποδιοργανώνει όποιον επιθυμεί να κινηθεί εναντίον σου από τα ανατολικά, κι όσο περισσότεροι Φρουροί έρχονται από την Καιρχίν, τόσο καλύτερα, μια και σχεδόν όλοι σού είναι πιστοί». Για απλή τοξότης, όπως ισχυριζόταν, είχε καλή επίγνωση της κατάστασης. Το μόνο πράγμα στο οποίο δεν είχε αναφερθεί ήταν η απώλεια των τελωνειακών δασμών από το πλωτό εμπόριο.
«Και ποιος τους πήρε, Αρχόντισσα Μπιργκίτε;» ρώτησε η Σάριθα, σκύβοντας για να κοιτάξει πίσω από την Ηλαίην. «Να μία πολύ σοβαρή ερώτηση». Η Μπιργκίτε αναστέναξε ηχηρά, κλαψουρίζοντας σχεδόν.
«Φοβάμαι πως θα το μάθουμε σύντομα», αποκρίθηκε η Ηλαίην. Η Καφετιά αδελφή ανασήκωσε το φρύδι της γεμάτη αμφιβολία και πάσχισε να μη δείξει ότι τα δόντια της έτριζαν. Φαινόταν να το κάνει συχνά αυτό από τότε που είχε επιστρέψει.